Η μπάμια (Abelmoschus esculentus), κατάγεται από την κοιλάδα του Λευκού Νείλου, την περιοχή δηλαδή του σημερινού νότιου Σουδάν, όπου και καλλιεργείται εδώ και έξι χιλιετίες. Λόγω κυρίως της «ψυχραντικής», στις μεγάλες ζέστες, βλέννας που περιέχει κατέκτησε σταδιακά την Αφρική, ενώ επεκτάθηκε και στις μεσογειακές χώρες φτάνοντας μέχρι τη νότια Ασία. Η Δύση, αντίθετα, αποστρέφεται το χνούδι που την περιβάλλει και τη βλέννα της, αν και είναι γνωστοί αρκετοί τρόποι για τον περιορισμό της, με αποτέλεσμα η κατανάλωση της να παραμένει περιορισμένη μέχρι και σήμερα.
Στη χώρα μας η μπάμια καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά επί οθωμανικής κατοχής και κατοχυρώθηκε στη μαγειρική μας παράδοση, αν και με λιγοστούς τρόπους σε αντίθεση με χώρες της Μέσης Ανατολής και την Ινδία, όπου τη συναντά κανείς σε αναρίθμητες συνταγές ακόμα και με ευφάνταστους συνδυασμούς, όπως με φρούτα και σιρόπια. Μάλιστα, επειδή η βλέννα της μπάμιας περιέχει ουσίες που ανακουφίζουν αρκετά πεπτικά προβλήματα, στην Ινδία τη χρησιμοποιούν ως χωνευτικό, υπό τη μορφή συνήθως τουρσιού. Ενώ ακόμη, χρησιμοποιείται σε σούπες για τη καλύτερη «χύλωσή» τους.
Θρεπτική αξία
Η μπάμια είναι μια εύπεπτη τροφή, πλούσια πηγή βιταμίνης C, μαγνησίου, ασβεστίου και διατροφικών ινών, ενώ σε νωπή κατάσταση περιέχει αμελητέες ποσότητες λιπαρών, ελάχιστες θερμίδες (περίπου 30/100γρ.) και καθόλου χοληστερίνη.
Η καλλιέργεια της μπάμιας.
Η μπάμια είναι ένα μεγαλόσωμο και εντυπωσιακό για τα άνθη του ετήσιο φυτό που, ανάλογα με την ποικιλία, διαφέρει ως προς το ύψος (1 – 2,5 μ.) και οι καρποί του μπορούν να φτάσουν τα 25εκ. σε μήκος και τα 4εκ. σε διάμετρο. Ανάμεσα στις διάφορες ποικιλίες μπάμιας, οι ελληνικές φαίνεται να είναι οι πιο μικρές σε μήκος αλλά και οι πιο γευστικές, σε σχέση με τις αμερικάνικες, που χρειάζεται να τις συγκομίσουμε στα 5-8εκ. ώστε να είναι πιο τρυφερές και εύγευστες και να μην τις αφήσουμε να μεγαλώσουν γιατί τότε θα γίνουν σκληρές και ινώδεις. Γενικά ο καρπός της μπάμιας είναι πράσινος, πολυγωνικός με το ένα άκρο του μυτερό. Τα άνθη του φυτού είναι μεγάλα, κίτρινα και σωληνωτά. Όπως μεγάλα είναι και τα φύλλα, οδοντωτά στην περιφέρεια και με εγκολπώσεις, ενώ ολόκληρο το φυτό συνήθως καλύπτεται από χνούδι.
Η μπάμια δεν αντέχει το κρύο και απαιτεί θερμοκρασία εδάφους άνω των 15 oC με θερμοκρασία ατμόσφαιρας μεγαλύτερη από 18 – 20 oC, ενώ είναι και από τα ελάχιστα καλοκαιρινά κηπευτικά που αναπτύσσονται και χωρίς πότισμα.
Προετοιμασία εδάφους και λίπανση
Το έδαφος στο οποίο θα σπείρουμε, θα πρέπει να είναι αφράτο (κάνουμε φρέζα ή τσάπισμα) και απαλλαγμένο από τυχόν πέτρες που θα εμποδίσουν τη βλάστηση των σπόρων.
Αφού κατεργαστούμε το έδαφος, χαράσσουμε τις γραμμές σποράς, σε αποστάσεις 70εκ. μεταξύ τους, και ανοίγουμε «αυλακιές» βάθους 15-20εκ. και πλάτους 20εκ.
Επειδή οι μπάμιες έχουν αυξημένες ανάγκες σε οργανική ουσία, θα ρίξουμε μέσα στα αυλάκια καλά χωνεμένη κοπριά ή κομπόστ και ένα σύνθετο κοκκώδες κατά προτίμηση, βιολογικό λίπασμα τύπου 4-7-12 ή παραπλήσιων αναλογιών και θα το ανακατέψουμε να ενσωματωθεί καλά στο χώμα.
Σπορά σε αυλάκια
Μια μέρα πριν τη σπορά εμβαπτίζουμε τους σπόρους σε νερό, στο οποίο έχουμε διαλύσει εκχύλισμα φυκιών και προτού σπείρουμε τους αφήνουμε να στεγνώσουν για 1-2 ώρες ώστε να μη μουχλιάσουν.
Ο σπόρος της μπάμιας ρίχνεται κατά μήκος μέσα στα αυλάκια ελεύθερα, χωρίς να ορίζονται αποστάσεις και καλύπτεται στα 3-4εκ. με χώμα (με την πίσω πλευρά μιας τσουγκράνας ρίχνουμε χώμα από τα τοιχώματα των αυλακιών).
Όταν οι σπόροι βλαστήσουν και τα φυτά μας φθάσουν τα 5-10εκ., τα αραιώνουμε κρατώντας τα πιο εύρωστα και αφαιρώντας τα πιο καχεκτικά, αφήνοντας μεταξύ των σποροφύτων απόσταση περίπου 20-40εκ. Γενικά οι αποστάσεις φύτευσης ορίζονται στα 40-80εκ. μεταξύ των γραμμών και στα 20-40εκ. επί της γραμμής, η απόκλιση στις τιμές οφείλεται στις ανάγκες των διαφόρων ποικιλιών και στον τρόπο ποτίσματος, για παράδειγμα αν η ποικιλία που θα σπείρουμε είναι ψηλή και επιλέξουμε σταλακτοφόρους σωλήνες (η απόσταση μεταξύ των οποίων είναι 30εκ.) για το πότισμα, τότε οι αποστάσεις φύτευσης θα είναι 80εκ μεταξύ των γραμμών και 40εκ. μεταξύ των φυτών.
Τέλος ποτίζουμε με ένα ποτιστήρι στο νερό του οποίου θα έχουμε διαλύσει έναν βιοδιεγέρτη ριζοβολίας για να βοηθήσουμε τη βλάστηση των σπόρων.
Καλλιεργητικές φροντίδες
Μετά τη σπορά
Για να ενισχύσουμε τα φυτά μας, ψεκάζουμε ανά 25-30 ημέρες, μία με εκχύλισμα φυκιών και μία με υγρό λίπασμα αζώτου-καλίου.
Όπως και κάθε 20 ημέρες σκαλίζουμε το χώμα ανάμεσα στα φυτά, για να απομακρύνουμε τα αγριόχορτα και να σπάσουμε την κρούστα του εδάφους, για τον καλύτερο αερισμό των ριζών.
Ποτίζουμε 3-4 φορές το μήνα και καθώς μεγαλώνουν τα φυτά μας φροντίζουμε να αφαιρούμε τα γερασμένα φύλλα της βάσης, που αποτελούν εστίες προσβολών από μύκητες και δυσχεραίνουν το σωστό αερισμό των φυτών.
Οι μπάμιες συγκομίζονται με ένα ψαλίδι ή κλαδευτήρι (χωρίς να τις τραβάμε με το χέρι) από τον ποδίσκο τους. Ακόμη η συγκομιδή θα πρέπει να γίνεται κάθε μέρα ή κάθε δύο μέρες, τόσο γιατί αν ο καρπός παραμείνει στο φυτό σκληραίνει όσο και γιατί δυσκολεύει τη δημιουργία νέων λουλουδιών.
Φυτοπροστασία
Η σοβαρότερη ασθένεια της μπάμιας είναι το ωίδιο, όπου παρατηρούμε αρχικά χλωρωτικές κηλίδες στα φύλλα και στη συνέχεια την κάλυψη του φυτού από ένα χιονώδες εξάνθημα. Για την αντιμετώπισή του απλώνουμε στα φυτά σκόνη θειαφιού ή θειοχαλκίνης ή τα ραντίζουμε με υγρό θειάφι.
Εποχή σποράς: Τέλη Απριλίου έως τέλη Μαΐου.
Συγκομιδή: Περίπου 55-70 ημέρες μετά τη σπορά και διαρκεί 2-3 μήνες, ως τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου.