Σέλινον το βαρύοσμον – Apium graveolens L.
Οικογένεια: Apiaceae
Το σέλινο έχει καταγωγή από τη Ν. Ευρώπη, τη Β. Αφρική και τη Ν. Ασία, είναι διετές φυτό αλλά σε καλλιέργεια το συναντάμε ως μονοετές. Φέρει διάφορες ποικιλίες και μπορεί να καλλιεργηθεί για το φύλλωμα του, τη σαρκώδη ρίζα ή και το στέλεχος του.
Όσων αφορά τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, η ρίζα του είναι πασσαλώδης που ύστερα από μεταφύτευση γίνεται θυσανώδης και μπορεί να φτάσει σε βάθος τα 45εκ. ενώ ο κύριος όγκος του βρίσκεται στα 15εκ.
Τα άνθη του είναι μικρά, λευκοπράσινα και εμφανίζονται κατά το δεύτερο χρόνο πάνω σε μακρύ ανθοφόρο στέλεχος.
Το σέλινο αντέχει αρκετά σε χαμηλές θερμοκρασίες, με τα ανεπτυγμένα φυτά να είναι ικανά να υποστούν μέχρι και θερμοκρασίες -3 έως -5 οC χωρίς να προκληθούν ζημιές. Αν όμως τα νεαρά φυτά παραμείνουν σε θερμοκρασίες μικρότερες από 12 οC για περισσότερο από 10 μέρες κατά το πρώτο έτος, αναπτύσσουν λίγους μίσχους και ανθικό στέλεχος, μετατρέπονται δηλαδή από διετή σε μονοετή. Αντίθετα σε θερμοκρασίες άνω των 22 oC τα φυτά δεν ανθίζουν, με αποτέλεσμα από διετή να γίνονται πολυετή. Μάλιστα, στο σέλινο του αρκούν 5 ώρες ηλιοφάνεια την ημέρα και χρειάζεται σκίαση το καλοκαίρι.
Το ευνοϊκότερο pH για την καλλιέργεια του κυμαίνεται μεταξύ 6-7 ενώ δεν ευδοκιμεί σε εδάφη με υψηλότερο ή χαμηλότερο pH. Αγαπά τα εδάφη πλούσια σε οργανική ουσία που κρατάνε ικανοποιητική υγρασία και είναι απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία.
Για τον λόγο αυτό είναι σημαντική η ενσωμάτωση κοπριάς ή κομπόστ την άνοιξη και η ελαφριά συμπληρωματική διαφυλλική ή ριζοποτιστή λίπανση του κάθε μήνα μέχρι την περίοδο ανάπτυξης. Αν θέλουμε ακόμη μεγαλύτερες παραγωγές μπορούμε να ψεκάσουμε με το ίδιο λίπασμα που χρησιμοποιήσαμε κάθε 2 εβδομάδες στην περίοδο της ανάπτυξης. Τέλος, κρίσιμη περίοδος για πρόσθεση θρεπτικών στοιχείων είναι 3 εβδομάδες από τη μεταφύτευση και 6 εβδομάδες αργότερα, όπου ψεκάζουμε με εκχύλισμα φυκιών (βιολογικό λίπασμα).
Ποικιλίες
Υπάρχουν 3 βασικές ποικιλίες σέλινου:
- Apium graveolens var. rapaceum, με μεγάλη σαρκώδη ρίζα τη γνωστή σελινόριζα (eng. Celeriac or Celery root), που καλλιεργείται και τρώγεται ωμή, σαλάτα, σε σούπες και μαγειρεμένη με διάφορους συνδυασμούς.
- Apium graveolens var. dulce, αποκαλείται και σέλερι (eng. Celery). Είναι η πιο γνωστή διεθνώς, με σαρκώδεις μεγάλους μίσχους οι οποίοι τρώγονται είτε ωμοί είτε μαγειρεμένοι. Τα φύλλα της ποικιλίας συνήθως δεν καταναλώνονται (έχουν πικρή γεύση).
- Apium graveolens var. secalinum είναι αυτή που στην Ελλάδα αποκαλούμε σέλινο (eng. Leaf Celery, or Cutting Celery). Έχει λεπτούς μίσχους και πλούσιο φύλλωμα. Καλλιεργείται για τα φύλλα της τα οποία τρώγονται είτε ωμά, είτε μαγειρεμένα.
Σπορά και μεταφύτευση.
Η σπορά του σέλινου συνηθίζεται να γίνεται κατά τους χειμερινούς μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο σε θερμοκήπια και σε ανοικτά σπορεία κατά το Μάρτιο-Απρίλιο, αλλά μπορεί να γίνει και όλους τους μήνες εάν θέλουμε παραγωγή όλο τον χρόνο.
Σπέρνουμε σε μικρό βάθος περίπου 3χιλ., φροντίζουμε να σκιάσουμε το σπορείο μας και να ποτίζουμε τακτικά. Οι σπόροι μας χρειάζονται 1-2 εβδομάδες για να φυτρώσουν, διαδικασία που μπορούμε να επιταχύνουμε βάζοντας τους σπόρους σε νερό και μετά στο ψυγείο για μια νύχτα, μια εβδομάδα πριν τη σπορά.
Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη ή το καλοκαίρι, σε αποστάσεις 25-30εκ. επί της γραμμής και 40-50εκ. μεταξύ των γραμμών. Κατά τη μεταφύτευση φροντίζουμε το έδαφος μας να είναι υγρό και ποτίζουμε αμέσως μετά το τέλος της. Ανωμαλίες στην άρδευση και συγκεκριμένα μεγάλη διακοπή αυτής, προκαλούν μελάνωση των εσωτερικών φύλλων και ξήρανση και συστροφή των εξωτερικών.
λεύκανση του σέλινου: τα καλοκαιρινά σέλινα υφίστανται τη λεγόμενη λεύκανση, όπου μέρος των φύλλων του μίσχου γίνεται λευκό, διαδικασία που δε συνηθίζεται στα χειμερινά. Η λεύκανση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους ή με παράχωμα των βάσεων των φύλλων, που εγκυμονεί όμως κίνδυνο για ανάπτυξη μυκήτων και σαπίσματα εάν το έδαφος είναι υγρό ή με τη χρήση σανίδων που τοποθετούνται εκατέρωθεν των φυτών, εργασία που γίνεται 2-3 εβδομάδες πριν διατεθούν τα φυτά στην αγορά. Ακόμη, η λεύκανση επιτυγχάνεται με πυκνή σπορά 15×15 ή αν πρόκειται για λίγα φυτά με τη χρήση εφημερίδων.
Τέλος το σέλινο αν και δεν αφήνει περιθώρια αμειψισποράς, μπορεί εύκολα να συγκαλλιεργηθεί με διάφορα φυτά όπως το σπανάκι, τα νάνα φασόλια, τον μαϊντανό ή και τα λαχανάκια Βρυξελλών που αποτελούν παραδοσιακό σύντροφο του σέλινου, όπως και γενικά τα φυτά της οικογένειας των σταυρανθών.
Συγκομιδή: το σέλινο ωριμάζει περίπου 125 μέρες μετά τη σπορά του. Η συγκομιδή γίνεται μόλις λευκανθούν τα φυτά ή όταν είναι πράσινα και αποκτήσουν εμπορεύσιμο μέγεθος. Ξεριζώνουμε το φυτό προσεκτικά για να μην τραυματιστούν οι ρίζες και ξεπλένουμε με κρύο νερό αφαιρώντας συγχρόνως τυχόν κίτρινα φύλλα.
Αν πρόκειται για ριζώδεις ποικιλίες, για να τις διαθέσουμε στην αγορά συνήθως αφαιρούμε το υπέργειο μέρος. Οι χειμερινές ποικιλίες έχουν συνήθως ανάγκη αποθήκευσης, για αυτό το λόγο όταν πλησιάζουν οι παγετοί του φθινοπώρου ξεριζώνουμε τα φυτά και τα τοποθετούμε σε λάκκους βάθους 30εκ. έτσι ώστε να εξέχουν μόνο μερικά φύλλα. Όταν πλησιάζει ο χειμώνας καλύπτονται με σανίδες και αργότερα με άχυρο ή φυτόχωμα. Ακόμη, μπορούν να αποθηκευτούν και σε υπόγεια, όπου καλύπτονται με φυτόχωμα.
Αν η καλλιέργεια γίνεται για οικιακή χρήση, τότε τα σέλινα συγκομίζονται όταν η καρδιά είναι καλοσχηματισμένη και οι εξωτερικοί μίσχοι έχουν πάρει το επιθυμητό μέγεθος. Γενικά η συγκομιδή διαρκεί 6-8 εβδομάδες και μπορούμε να πάρουμε ένα δεύτερο φυτό εάν το κόψουμε στην επιφάνεια του εδάφους και δεν το ξεριζώσουμε.
Τροφοπενίες
Έλλειψη Βορίου: Τα φυτά αναπτύσσονται πολύ αργά, οι κορυφές των φύλλων νεκρώνονται, τα φύλλα συστρέφονται και οι μίσχοι ραγίζουν.
Αντιμετώπιση: Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε γρήγορα τα συμπτώματα ψεκάζοντας τα φυτά με εκχυλίσματα φυκιών κάθε 2 εβδομάδες μέχρι να εξαφανιστούν. Για μια πιο μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση μπορούμε να προσθέσουμε σκόνη γρανίτη ή φωσφορικά πετρώματα στο έδαφος, φωσφορικά μπορούν να συμπεριληφθούν και στο σωρό του κομπόστ, ή να εφαρμόσουμε μια χλωρή λίπανση με αρακά ή τριφύλλι κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου.
Έλλειψη φωσφόρου: Συναντάμε αδύνατους μίσχους και φτωχή ανάπτυξη ριζών.
Για να αντιμετωπίσουμε την έλλειψη ψεκάζουμε με ιχθυογαλακτώματα ή κάποιο υγρό λίπασμα φωσφόρου.
Εχθροί
Αφίδες (Myzus persicae, Aphis gossypii): Κατά την προσβολή από αφίδες τα φύλλα κιτρινίζουν και καρουλιάζουν ενώ σταματάει και η ανάπτυξη των φυτών. Σε ελαφριές προσβολές μπορούμε απλώς να ρίξουμε με πίεση νερό τις πρωινές ώρες, μέρα παρά μέρα 3 φορές. Ενώ, για σοβαρότερες προσβολές εφαρμόζουμε ψεκασμούς με εντομοκτόνα σαπούνια κάθε 2-3 ημέρες έως ότου τις ελέγξουμε ή βιολογικά εντομοκτόνα.
Τετράνυχος: τα προσβεβλημένα φυτά εμφανίζουν στα φύλλα κίτρινα στεγνά στίγματα ή κίτρινες ανοιχτόχρωμες κηλίδες. Ο τετράνυχος μοιάζει με μικρή αράχνη που απομυζά τους χυμούς και εγχέει τοξίνες στα φύλλα, με αποτέλεσμα να αποχρωματίζονται και να συστρέφονται.
Για τον έλεγχο τους ψεκάζουμε όπως και στις αφίδες, με τη μόνη διαφορά ότι το εντομοκτόνο σαπούνι χρειάζεται τουλάχιστον 3 εφαρμογές κάθε 7-10 ημέρες.
Μύγα του καρότου: τα φυτά σταματούν να αναπτύσσονται εξαιτίας της προνύμφης αυτής που καταστρέφει τη ρίζα. Ενώ στη συνέχεια προκαλείται μαλακή σήψη από τα βακτήρια που περνούν μέσα από τις πληγές που δημιουργεί.
Ασθένειες
Σεπτορίωση του σέλινου: είναι μια μυκητολογική ασθένεια που προσβάλει τα φύλλα και τους μίσχους όπου και εμφανίζονται μαύρα στίγματα που περιβάλλονται από κίτρινες κηλίδες. Για την αντιμετώπισή της καταστρέφουμε τα προσβεβλημένα φυτά και ψεκάζουμε με χαλκό κάθε 7-10 μέρες. Προληπτικά μπορούμε να μουλιάσουμε τους σπόρους σε νερό με θερμοκρασία 48 βαθμών για 30 λεπτά πριν τους σπείρουμε αλλά και να επιλέξουμε ανθεκτικές ποικιλίες.
Φουζαρίωση του σέλινου: πρόκειται για τον μύκητα Fusarium που προκαλεί μάρανση και ξήρανση των φυτών στο σπορείο ή στο χωράφι ενώ χαρακτηριστικός είναι ο κόκκινος δακτύλιος που δημιουργεί εσωτερικά μεταξύ φλοιού και κεντρικού κυλίνδρου και εκτείνεται από τις ρίζες προς τα φύλλα. Καθώς είναι μια ασθένεια εδάφους η επιλογή είναι μια, η καταστροφή των προσβεβλημένων φυτών. Για τον λόγο αυτό επιλέγουμε ανθεκτικές ποικιλίες.
Μωσαϊκό του σέλινου (CeMv): οφείλεται σε ιό, ο οποίος και μεταδίδεται με τη βοήθεια των αφίδων. Τα συμπτώματα που συναντάμε είναι κιτρίνισμα των φύλλων, συστροφή των μίσχων και νανισμό. Για τον έλεγχο του ιού, καταπολεμάμε τις αφίδες και χρησιμοποιούμε ανθεκτικές ποικιλίες.
Βακτηριακές και μυκητολογικές προσβολές προκαλούν σάπισμα των μίσχων ή της κορυφής. Για να τους αντιμετωπίσουμε καταστρέφουμε τα προσβεβλημένα φυτά και εφαρμόζουμε ψεκασμούς με χαλκό. Όσων αφορά τον προληπτικό έλεγχο, περιορίζουμε τυχόν εχθρούς όπως τη μύγα του καρότου που ανοίγουν δίοδο για τις ασθένειες, δεν αγγίζουμε τα φυτά όταν είναι υγρά για να αποφύγουμε τη μεταφορά τους σε υγιή και δεν καλλιεργούμε μαρούλι και λάχανο μετά από σέλινο, στο ίδιο χωράφι.
Νηματώδεις: Ο νηματώδης (Heterodera schachtii) προκαλεί εξογκώματα και παραμορφώσεις στις ρίζες των φυτών. Το καλό όργωμα και καλό λιάσιμο του εδάφους ώστε να εκτεθούν οι νηματώδεις σε δυσμενείς συνθήκες (καλοκαίρι), είναι ορισμένες ενέργειες που μπορούμε να κάνουμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τους νηματώδεις. Επιπλέον μπορούμε να εφαρμόσουμε αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους με προσθήκη κομπόστας, που αυξάνει τον αριθμό των ωφέλιμων νηματωδών και μυκήτων (αρπακτικών των βλαβερών νηματωδών). Επίσης πρέπει να γίνεται απολύμανση των εργαλείων και εφαρμογή της αμειψισποράς.