”Η ιστορία όμως βεβαιώνει ότι οι Πέρσες καλλιέργησαν για πρώτη φορά το σπανάκι, 20 αιώνες πριν”
Ιστορικά στοιχεία για το Σπανάκι
Τόσο το εξημερωμένο σπανάκι (Spinacia oleracea), όσο και το άγριο σπανάκι (S. Tetranda ή S.Turkestanica) κατάγονται από τις στέπες που βρίσκονται ανάμεσα στο Ιράν και στην οροσειρά των Ιμαλάιων. Ο λόγος για τον οποίο το σπανάκι ευδοκιμεί στις περιοχές αυτές είναι επειδή το κλίμα τους είναι τραχύ, τα καλοκαίρια πολύ ζεστά και τα εδάφη γεμάτα άλατα. Έτσι το σπανάκι ξεκίνησε να καλλιεργείται στις στέπες εφόσον αντέχει πολύ στη χημική λίπανση, η οποία με τα χρόνια επιβαρύνει το χώμα με μεγάλες συγκεντρώσεις αλάτων.
Η ιστορία όμως βεβαιώνει ότι οι Πέρσες καλλιέργησαν για πρώτη φορά το σπανάκι, 20 αιώνες πριν. Με τα καραβάνια των Αράβων εμπόρων οι σπόροι του μεταφέρθηκαν στην Ανατολή, όπου φαίνεται πως ρίζωσαν σχετικά γρήγορα, καθώς ήδη σε κάποια κινεζικά κείμενα του 7ου αιώνα μ.Χ. υπάρχουν αναφορές στο «περσικό λάχανο». Το σπανάκι έγινε για τους Άραβες ζωτικής σημασίας προϊόν και το επιδείκνυαν με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Με το διαμετακομιστικό εμπόριο και την σύναξη των λαών, μετά από τις αποικιακές τάσεις των Αράβων, το σπανάκι έφτασε στη Σικελία στα τέλη του 10ου αιώνα και αργότερα στην Ισπανία όπου καλλιεργήθηκε αμέσως.
Η διάδοσή του ήταν ραγδαία αλλά σταδιακή ανά την Ευρώπη και στην χώρα μας έφτασε στα τέλη του 17ου αιώνα. Το όνομα αυτού του τόσο αγαπητού φυτού, διαδόθηκε από το αραβικό: «ισμπάναχ» – «ασπανάχ» και με μικρές παραλλαγές διατηρήθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η διάδοσή του αυξήθηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου κυρίως λόγω της βαθιάς πίστης των κοινών ανθρώπων αλλά και των επιστημόνων ότι έχει αντιαναιμική δράση. Έτσι μέχρι σήμερα το σπανάκι δεν έλειψε από κανένα τραπέζι είτε επρόκειτο για κάποιο φτωχικό νοικοκυριό είτε για κάποιο ανάκτορο. Ακόμα και βασιλείς των περασμένων αιώνων λάτρεψαν πιάτα στα οποία έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο το τόσο αγαπητό και ξεχωριστό λαχανικό.
Ωστόσο αν και είναι γνωστό σε όλους ότι δίνει πολλές θρεπτικές ουσίες και είναι δυναμωτικό, τα μικρά παιδιά σπάνια αγαπούν το σπανάκι. Όσο κι αν προσπάθησαν οι γονείς όλων μας να μας πείσουν ότι αν το φάμε θα είμαστε εξίσου δυνατοί με τον αγαπημένο ήρωα κινουμένων σχεδίων «Ποπάυ» δεν καταφέραμε να το συγκαταλέξουμε στα ‘αγαπημένα’ μας φαγητά. Ίσως όμως να είχαμε ως ένα βαθμό δίκιο όσον αφορά τις ‘μαγικές’ του ιδιότητες αφού η απορρόφηση του «δυναμωτικού» σιδήρου που περιέχει το σπανάκι είναι μικρή, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε οξαλικά άλατα. Δυστυχώς η ίδια απορρόφηση με το σίδηρο ισχύει και για το ασβέστιο που περιέχει, ενώ παράλληλα είναι πλούσια πηγή βιταμινών (κυρίως A και C) και αντιοξειδωτικών. Σε περίπτωση που τα νεφρά μας παράγουν πέτρες από οξαλικό ασβέστιο, θα ήταν προτιμότερο να μην τρώμε τακτικά σπανάκι. Θα ήταν χρήσιμη η πληροφορία ότι όταν ζεματίζουμε το σπανάκι, ξεπλένεται σχεδόν η μισή ποσότητα των οξαλικών αλάτων που περιέχει, αλλά επειδή δεν ισχύει το ίδιο και με τα νιτρικά, με τα οποία τα επιβαρύνει η αζωτούχος λίπανση των χωραφιών, καλό θα ήταν να προτιμούμε το βιολογικό σπανάκι.
Μία από τις δράσεις του, που είναι πιο διαδεδομένη, είναι η διουρητική και υπατική που βοηθάει πολύ τους ηλικιωμένους που υποφέρουν από χρόνια δυσκοιλιότητα. Τέλος, όπως τονίζει η ενεργειακή σχολή της αξιολόγησης τροφών, το σπανάκι έχει ψυχρή φύση και προσφέρει ανακούφιση στον καύσωνα, σε όσους έχουν πυρετό, εξάψεις ή αϋπνία με πονοκέφαλο, ενισχύει την παραγωγή σωματικών υγρών σε περιπτώσεις ξηρότητας και τονώνει το ήπαρ.