Περίληψη
Στα φυτά μεγάλης καλλιέργειας (ή αροτραίες) ανήκουν τα σιτηρά, ψυχανθή και βιομηχανικά φυτά. Καταλαμβάνουν έκταση 21 εκ. στρ. από το σύνολο των 39 εκ. στρ. καλλιεργήσιμης γης και σε αυτά ανήκει το σύνολο σχεδόν των κτηνοτροφικών φυτών (που επιπλέον καταλαμβάνουν τους βοσκοτόπους). Η χώρα μας είναι πολύ ελλειμματική στην παραγωγή ζωοτροφών, γεγονός που αποτελεί βασική τροχοπέδη για τη μείωση του ελλείμματος της ζωικής παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια η Βιολογική Γεωργία (ΒΓ) στην Ελλάδα ξέφυγε από το για πολλά χρόνια στάσιμο 1% και έφθασε το 4% της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης και το 3,15% συμπεριλαμβανομένων και των βοσκοτόπων, έναντι 4% επί της συνολικής έκτασης στην ΕΕ. Από τη συνολική καλλιεργήσιμη βιολογική έκταση των 1.521.175 στρ. τα 880.524 στρ. είναι αροτραίες καλλιέργειες ενώ τα κτηνοτροφικά φυτά μαζί με τους βοσκοτόπους (1.277.771 στρ.) καταλαμβάνουν το 46% της συνολικής ελληνικής βιολογικής έκτασης.
Η ανάπτυξη των βιολογικών αροτραίων καλλιεργειών, οι οποίες επιπλέον προάγουν το πρότυπο των μικτών εκμεταλλεύσεων (αγροκτημάτων), αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας. Με τη δεκαπενταετή περίπου εμπειρία της Β.Γ στην Ελλάδα έχουν επιλυθεί σε αρκετό βαθμό πολλά προβλήματα που είναι εντονότερα κατά το μεταβατικό στάδιο (ιεραρχικώς: ζιζάνια, έντομα/ασθένειες, θρέψη). Πρόβλημα, επίσης, αποτελεί η έλλειψη κατάλληλου γενετικού υλικού. Το πρόβλημα αυτό αμβλύνεται με την Οδηγία 2008/62/ΕΕ που απελευθερώνει, κάτω από ορισμένους περιορισμούς, τη χρήση των προσαρμοσμένων σε συστήματα μειωμένων εισροών ντόπιων ποικιλιών. Επιπλέον πρόβλημα θα αποτελέσει η άρση της παρέκκλισης που ισχύει σήμερα από τον Κ. 1452/2003 ο οποίος επιβάλλει να χρησιμοποιείται στη ΒΓ βιολογικά παραγόμενος σπόρος σποράς. Τέλος, μεγάλο κίνδυνο διατρέχει η ελληνική ΒΓ από την ενδεχόμενη καλλιέργεια των ποικιλιών της Γενετικής Μηχανικής, που ανήκουν κυρίως στα φυτά μεγάλης καλλιέργειας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία των βιολογικών αροτραίων καλλιεργειών είναι η εφαρμογή της κατάλληλης αμειψισποράς. Στην παρούσα εργασία δίνονται στοιχεία σχετικά με τα προβλήματα, πλεονεκτήματα και τις προοπτικές της βιολογικής καλλιέργειας των επιμέρους αροτραίων φυτών. Πολλές αροτραίες καλλιέργειες, όπως ψυχανθή, χειμερινά σιτηρά κ.ά, μπορούν εύκολα, κάτω από τις συνθήκες της χώρας μας, να μετατραπούν σε βιολογικές και να τροφοδοτήσουν την εγχώρια βιολογική κτηνοτροφία, αλλά και να την διασφαλίσουν από τον κίνδυνο της χρήσης ζ ω ο – τροφών του εξωτερικού, πολλές από τις οποίες προέρχονται από ποικιλίες της Γενετικής Μηχανικής. Η επέκταση των μεικτών εκμεταλλεύσεων πρέπει να αποτελέσει το πρότυπο για την ανάπτυξη της ΒΓ (και όχι μόνο) τόσο της φυτικής όσο και της ζωικής παραγωγής, ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας μας αποτελούν άριστο χώρο για την παραγωγή οικολογικών φυτικών και ζωικών προϊόντων υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών και επώνυμων. Τέλος, εκείνο που επιβάλλεται είναι να ξεφύγει η ελληνική γεωργία από τη δυσκαμψία που τη χαρακτηρίζει, να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού για υγιεινά προϊόντα, αλλά και στις επιταγές της νέας αγροτικής πολιτικής που προτάσσει την ποιότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που της χαρίζουν η γη και ο ουρανός της και να πρωταγωνιστήσει σε θέματα καινοτομιών, όπως η Β.Γ.
Ως αροτραίες καλλιέργειες ή φυτά μεγάλης καλλιέργειας θεωρούνται, παραδοσιακά, όσες σπέρνονται σε μεγάλες εκτάσεις που οργώνονται. Στις καλλιέργειες αυτές ανήκουν γενικώς τα σιτηρά (χειμερινά και εαρινά), τα ψυχανθή (χειμερινά–εαρινά, καρποδοτικά–χορτοδοτικά) και τα βιομηχανικά φυτά δηλαδή τα κλωστικά (κυρίως βαμβάκι), ελαιοδοτικά, ο καπνός και τα ζαχαρότευτλα. Με την ευρύτερη έννοια ανήκουν πλέον και η βιομηχανική ντομάτα και πατάτα, που δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στην παρούσα εργασία. Από τη συνολική καλλιεργήσιμη ελληνική γη των 39 εκ. στρ., οι αροτραίες καλλιέργειες καταλαμβάνουν περίπου τα 21 εκ. στρ.
Το σύνολο σχεδόν των κτηνοτροφικών καλλιεργειών συμπεριλαμβάνεται στις αροτραίες ενώ αρκετές, όπως οι χορτοδοτικές, χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για παραγωγή ζωοτροφών. Δυστυχώς η χώρα μας είναι πολύ ελλειμματική στην παραγωγή ζωοτροφών, γεγονός που αποτελεί βασική τροχοπέδη για τη μείωση του ελλείμματος της ζωικής παραγωγής.
Με τα ειδικά προγράμματα ενίσχυσης της Βιολογικής Γεωργίας (ΒΓ), που άρχισαν να εφαρμόζονται από το 2004, το ποσοστό της ξέφυγε από το για πολλά χρόνια στάσιμο 1% και έφθασε το 4% της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης και το 3,15% συμπεριλαμβανομένων και των βοσκοτόπων, έναντι 4% επί της συνολικής έκτασης στην ΕΕ (Στοιχεία ΥΑΑΤ, τέλος του 2007). Οι συνολικές βιολογικές εκτάσεις ανέρχονται σε 2.798.946 στρ., από τα οποία τα 1.521.175 είναι καλλιεργήσιμη έκταση (από το σύνολο των 39 εκ. στρ.) και 1.277.771 στρ. είναι βοσκότοποι. Από τη συνολική βιολογική καλλιεργήσιμη έκταση τα 880.524 στρ. είναι αροτραίες καλλιέργειες, δηλαδή ποσοστό 4,24% (λίγο μεγαλύτερο από το 4% των συνολικών βιολογικών καλλιεργειών). Από τη συνολική βιολογική έκταση των αροτραίων καλλιεργειών τα 403.078 στρ. είναι σιτηρά, τα 430.981 κτηνοτροφικά, τα 12.676 όσπρια, τα 33.789 βιομηχανικά και τα 12.441 ελαιούχα. Η έκταση που προορίζεται για την εκτροφή των ζώων ανέρχεται στο 46% της συνολικής βιολογικής έκτασης.
Οι κυριότερες βιολογικές καλλιέργειες στην Ελλάδα και το αντίστοιχο ποσοστό τους επί του συνόλου των βιοκαλλιεργειών κατά φθίνουσα σειρά είναι:
- Ελιά 34,1%
- Σανοδοτικά φυτά (μονοετή – πολυετή) 27%
- Δημητριακά 26,3%
- Οπωροφόρα και εσπεριδοειδή 4%
- Αμπέλι 3%
- Βιομηχανικά φυτά 2,2%
- Νωπά λαχανικά 2,1%
- Βαμβάκι 1,2%
Σημειώνεται ότι ο Νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι ο νομός με τις περισσότερες μονάδες παραγωγής και μεταποίησης βιολογικών προϊόντων με 3659 μονάδες και ποσοστό 14,8%. Ανησυχητικό στοιχείο, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και ανάλυση, αποτελεί το γεγονός ότι η ανοδική πορεία των τελευταίων χρόνων της ΒΓ παρουσίασε το 2007 ύφεση κατά 11% στις καλλιεργούμενες εκτάσεις (1.521.175 στρ. το 2007 έναντι 1.701.865 το 2006) και κατά 7% στις συνολικές βιολογικές εκτάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται και οι βοσκότοποι (Παζαρακιώτης, 2008). Με την επικείμενη εφαρμογή του νέου προγράμματος ενίσχυσης της βιολογικής γεωργίας στα πλαίσια του Δ΄ ΚΠΣ αναμένεται να υπάρξει σημαντική αύξηση της ΒΓ.
Βιολογική παραγωγή φυτών μεγάλης καλλιέργειας στην Ελλάδα
Με τη δεκαπενταετή περίπου εμπειρία της Β.Γ. στην Ελλάδα έχουν επιλυθεί σε αρκετό βαθμό πολλά προβλήματα, που είναι εντονότερα κατά τη μετατροπή από συμβατική σε βιολογική γεωργία, γιατί συνήθως ο αγρός λόγω προηγούμενης μονοκαλλιέργειας είναι ακατάλληλος από άποψη δομής, ζιζανίων, εχθρών και ασθενειών, και ακόμη γιατί ο νέος βιοκαλλιεργητής δεν έχει τη σχετική τεχνογνωσία για το πρόγραμμα διαχείρισης της Β.Γ. Τα ιδιαίτερα προβλήματα, ειδικότερα κατά την μετατροπή, είναι ιεραρχικώς: ζιζάνια, έντομα/ ασθένειες, θρέψη. Επιπλέον ο πολυτεμαχισμός δυσκολεύει τη μετατροπή μιας γεωργικής εκμετάλλευσης σε βιολογική. Το πρόβλημα αυτό θα αμβλυνόταν εάν ήταν δυνατό να γίνει συλλογική εφαρμογή της Β.Γ κατά περιοχή.
Γεωργικές πρακτικές – Αμειψισπορά – Η θέση των ψυχανθών
H βιολογική παραγωγή φυτών μεγάλης καλλιέργειας βασίζεται πρωταρχικά στην αντίληψη ότι η διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων με σκοπό το αγρονομικό και οικονομικό αποτέλεσμα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζει τη διατήρηση ή και τη βελτίωση των φυσικών πόρων της επιχείρησης, χωρίς τη χρήση χημικών εισροών και με έμφαση σε καλλιεργητικές πρακτικές μεγάλης σημασίας όπως η αμειψισπορά, η μειωμένη κατεργασία, η πολυκαλλιέργεια και η οργανική λίπανση. Βασικός τρόπος αντιμετώπισης προβλημάτων φυτοπροστασίας και θρέψης (ο πλέον αποτελεσματικός μεμονωμένος παράγοντας) είναι η αμειψισπορά, πλην όμως δεν έχουν μελετηθεί κατάλληλα συστήματα αμειψισποράς κατά περίπτωση.
Ιδιαίτερα στις αροτραίες καλλιέργειες, που είναι εκτατικές και δεν μπορεί εύκολα να εφαρμοστεί η λίπανση με κοπριά ή κομπόστα, η αμειψισπορά είναι τελείως απαραίτητη. Οι βασικές αρχές της κατάλληλης αμειψισποράς πρέπει να καταστούν υποχρεωτικές, γιατί αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή οικονομική παραγωγή βιολογικών προϊόντων. Όπου εφαρμόζεται ορθή αμειψισπορά, επί σειρά ετών, ο βιολογικός αγρός μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά ως προς τη γονιμότητα και τη φυτοπροστασία (κυρίως ζιζάνια).
Υπάρχουν ελάχιστα ερευνητικά δεδομένα ως προς την κατάλληλη αμειψισπορά στον κύκλο παραγωγής βιολογικών προϊόντων. Οι βιοκαλλιεργητές εφαρμόζουν, σε πολλές περιπτώσεις, αμειψισπορά με κριτήριο όχι την κατάλληλη αλληλουχία των καλλιεργειών, αλλά μόνο την εμπορικότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Προτεραιότητα σε συστήματα αμειψισποράς, μέσα στα πλαίσια των εναλλακτικών καλλιεργειών που απαιτεί η σημερινή γεωργία ώστε να μειωθούν τα πλεονασματικά προϊόντα, πρέπει να έχουν καλλιέργειες ψυχανθών που μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε βιολογικές, συμβάλλουν στην οργανική θρέψη και των επόμενων καλλιεργειών (περιορίζοντας και τις ανάγκες σε αζωτούχα λιπάσματα) και επιπλέον παράγουν θαυμάσιες ζωοτροφές απαραίτητες για τη βιολογική ζωική παραγωγή. Η σύνδεση επομένως της φυτικής και ζωικής παραγωγής, που σήμερα δεν υπάρχει, υπό μορφή μικτών εκμεταλλεύσεων (αυτόνομων ή γειτονικών), μπορεί να συμβάλλει στην επιτυχία βιολογικών αγροκτημάτων. Επίσης η προώθηση των φυτών εδαφοκάλυψης (αγροστώδη και κυρίως ψυχανθή) κατά τη χειμερινή περίοδο, είτε υπό μορφή ενδιάμεσης καλλιέργειας, είτε για χλωρά λίπανση, μπορεί σε συνδυασμό με την περιορισμένη κατεργασία του εδάφους, να συμβάλλει στον περιορισμό της διάβρωσης, στη διατήρηση ή και αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, στην αποτελεσματικότερη αποθήκευση νερού κ.ά
Πολλαπλασιαστικό υλικό
Οι ανάγκες των βιοκαλλιεργητών να επιτύχουν ποιοτικά προιόντα με ταυτόχρονη καλή, σταθερή απόδοση και χαμηλό κόστος, τους ώθησε στην αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης ειδών και ποικιλιών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες παραγωγής και ανθεκτικών σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της σπουδαιότητας της διατήρησης και χρήσης ντόπιων ποικιλιών. Γεγονός όμως είναι ότι οι βιοκαλλιεργητές αδυνατούν να βρουν κατάλληλες ποικιλίες για βιολογική παραγωγή αλλά και ιδιαίτερα σπόρο από επιθυμητές παλιές ποικιλίες ή παραδοσιακές καλλιέργειες (όπως τα κτηνοτροφικά λαθούρι, ρόβι κ.ά.) με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν συμβατικές ποικιλίες ή εισαγόμενο σπόρο. Επιπλέον, από το 2004 μπαίνει ακόμη ένας περιορισμός με βάση τον κανονισμό 1452/2003 που επιβάλλει, με πολλές προς το παρόν παρεκκλίσεις, να χρησιμοποιείται στη Β.Γ βιολογικά παραγόμενος σπόρος.
Οι ντόπιες ποικιλίες είναι κατά κανόνα προσαρμοσμένες σε καλλιεργητικά συστήματα μειωμένων εισροών και υπερέχουν ως προς την ποιότητα (κατά κανόνα αρνητική γενετική συσχέτιση ποιότητας και ποσότητας), η οποία γενικώς θυσιάστηκε στον βωμό των υψηλών αποδόσεων. Οι παλαιές ποικιλίες, π.χ σιτηρών, αποδείχθηκαν ότι είναι πιο ανθεκτικές και στους φωτοχημικούς ρύπους, όπως όζον κ.ά (Velissariou et.al., 1992). Εξάλλου, έμπειροι βιοκαλλιεργητές καταθέτουν ότι αντιμετωπίζουν περιορισμένα προβλήματα φυτοπροστασίας με την ευρύτερη βιοποικιλότητα (χρήση περισσότερων ποικιλιών) σε μία περιοχή. H νομοθεσία όμως δεν επέτρεπε μέχρι σήμερα την καλλιέργεια «ντόπιων», παραδοσιακών κλπ. ποικιλιών που δεν είναι γραμμένες στον Εθνικό κατάλογο ή Κοινοτικό κατάλογο, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει επίσημη σποροπαραγωγή για τις ποικιλίες αυτές και οι παραγωγοί να μη δικαιούνται επιδοτήσεων (π.χ. σκληρό σιτάρι). Με βάση την πρόσφατη οδηγία 2 0 0 8 / 6 2 / Ε.Ε. είναι δυνατόν να γίνουν, κατά παρέκκλιση και με ποσοτικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς, δεκτές σε Εθνικούς καταλόγους ποικιλίες προς διατήρηση, εφόσον πληρούν κάποια πιο ελαστικά κριτήρια αποδοχής τους (ομοιομορφίας, διακριτότητας και σταθερότητας). Επίσης, η παραγωγή και εμπορία των σπόρων των ποικιλιών αυτών μπορεί να γίνει κάτω από πιο ελαστικά μέτρα και κατά παρέκκλιση των κανόνων πιστοποίησης της επίσημης σποροπαραγωγής. Η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα κράτη μέλη, υποχρεούται να εναρμονιστεί με την παραπάνω οδηγία το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009. Επιπρόσθετα με βάση το αγροπεριβαλλοντικό μέτρο 3.8 μπορούν να δοθούν ενισχύσεις σε γεωργούς που καλλιεργούν εγχώριες ποικιλίες που απειλούνται με εξαφάνιση.
Παράλληλα η δημιουργία νέων ποικιλιών που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Β.Γ προβάλλει σήμερα ως επιτακτική ανάγκη. Η βελτίωση στη βιολογική γεωργία τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται συστηματικά με σκοπό τη δημιουργία ποικιλιών με υψηλή θρεπτική αξία και γεύση, την ενίσχυση της σποροπαραγωγικής προοπτικής, την αυτορυθμιστική ικανότητα του συστήματος βιολογικής παραγωγής και την αύξηση της βιοποικιλότητας (Lammert et al., 2003).
Μεγάλο κίνδυνο διατρέχει η Β. Γ. από τις ποικιλίες της Γενετικής Μηχανικής που με την επικείμενη αλλαγή της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας, υπάρχει φόβος να καλλιεργηθούν και στην Ελλάδα. Οι ποικιλίες αυτές είναι κυρίως φυτών μεγάλες καλλιέργειας όπως καλαμπόκι, βαμβάκι, σόγια, ελαιοκράμβη, ζαχαρότευτλα, κ.ά. Βιοκαλλιεργητές, συμβατικοί παραγωγοί, επιστήμονες αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών και παραγωγικών φορέων της Ευρώπης εκφράζουν έντονες ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην υγεία, οικονομία, βιοποικιλότητα αλλά και σ’ αυτήν καθ’ αυτή τη βιολογική ή άλλη μορφή γεωργίας για τοπικά επώνυμα, ποιοτικά προϊόντα, και δηλώνουν αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή συνύπαρξης. Ακόμη, ειδικότερα για την Ελλάδα, οι ποικιλίες της Γενετικής Μηχανικής δεν αναμένεται να επιφέρουν όφελος στον γεωργό γιατί δεν υπάρχουν πολλά εντομολογικά προβλήματα, οι επιδοτήσεις δεν συνδέονται πλέον με το ύψος της παραγωγής και ο σπόρος τους διατίθεται σε πολλαπλάσια τιμή σε σχέση με τον συμβατικό σπόρο (ΓαλανοπούλουΣενδουκά, 2004).
Επιδοτήσεις
Η μέχρι σήμερα οικονομική ενίσχυση για τις αροτραίες καλλιέργειες που εντάσσονται στο πρόγραμμα της βιολογικής γεωργίας είναι: Αρδευόμενες 60 € /στρ. και Σιτηρά-Ξηρικές 33,5 € /στρ.
Σε πολλές δημοσιευμένες μελέτες οι αποδόσεις των βιολογικών καλλιεργειών είναι σχετικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τις συμβατικές. Ωστόσο μελέτες από τον Καναδά (Stonehouse et al., 1996), τις Η.Π.Α. (Lockeretz et al., 1984), και την Αυστραλία (Wynen, 1994) αναφέρουν μειώσεις της τάξεως του 10-20% σε μερικές περιπτώσεις ενώ σε άλλες, αποδόσεις ίδιες η και μεγαλύτερες από τις συμβατικές.
Νεότερα δεδομένα τα οποία δημοσιεύτηκαν το 2002 στο περιοδικό Science (Mader et al., 2002) και τα οποία προέκυψαν από πειράματα 21 ετών, κυρίως με αροτραίες καλλιέργειες, που έγιναν, από το Βιολογικό Ινστιτούτο της Ελβετίας FiBL υποστηρίζουν ότι:
- Οι βιολογικοί αγροί έδωσαν μόνο 20% μειωμένη απόδοση σε σχέση με τους συμβατικούς.
- Οι εισροές για τη λίπανση και ενέργεια ήταν μειωμένες κατά 34 και 53% αντίστοιχα, επομένως ήταν πιο αποτελεσματικές στους βιολογικούς αγρούς.
- Στον τρίτο κύκλο αμειψισποράς η απόδοση του βιολογικού σταριού πλησίασε στο 90% του συμβατικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοση ειδικότερα των βιολογικών αγροκτημάτων θα πρέπει να εξετάζεται ανά κύκλο αμειψισποράς και όχι ανά καλλιεργητική περίοδο.
- Η βιολογική δράση των μικροοργανισμών, η βιομάζα των γαιοσκωλήκων και η συμβίωση των ριζών με μυκόρριζες, στοιχεία που συμβάλλουν στη διατήρηση και αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, είναι αυξημένες στους βιολογικούς αγρούς. • Η αύξηση της ποικιλότητας των μικροοργανισμών του εδάφους οδηγεί σε μείωση της εκπομπής CΟ2 στην ατμόσφαιρα και επομένως σε μείωση της ρύπανσης.
- Τέλος, η βιολογική γεωργία είναι μία ρεαλιστική εναλλακτική λύση για τη συμβατική γεωργία.
Μελέτη του 2001 που πραγματοποιήθηκε σε εκτεταμένες αροτραίες εκτάσεις της Κ. Αμερικής, μετά την 10ετή μετατροπή τους σε βιολογικές καλλιέργειες, αποκάλυψε ότι η συστηματική ενσωμάτωση οργανικών υπολειμμάτων, η αμειψισπορά, η οργανική λίπανση και η μειωμένη κατεργασία του εδάφους βελτίωσε σημαντικά τη γονιμότητά τους σε σύγκριση με τις συμβατικές μονοκαλλιέργειες βαμβακιού, σόγιας, καλαμποκιού κ.ά. οι οποίες υπέστησαν συνεχή διάβρωση με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των χημικών και βιολογικών ιδιοτήτων των εδαφών( Castilo and Joergensen, 2001).
Χειμερινά σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, τριτικάλε)
Θεωρούνται από τις σχετικώς εύκολα μετατρεπόμενες βιολογικές καλλιέργειες γιατί γενικώς απαιτούν λίγες εισροές. Εξάλλου, είναι από τις κύριες καλλιέργειες που πρέπει να εμπλέκονται στην αμειψισπορά, τόσο στις ξηρικές, όσο και στις αρδευόμενες εκτάσεις, ώστε να αμβλύνονται τα προβλήματα έλλειψης αρδευτικού ύδατος. Συγκριτικά πλεονεκτήματα για μετατροπή σε βιολογικές καλλιέργειες παρουσιάζουν οι ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, όπου ευτυχώς δεν επικράτησε η νοοτροπία μεγιστοποίησης των αποδόσεων και υπάρχουν ακόμη παραδοσιακά συστήματα μειωμένων εισροών. Ιδιαίτερα το σιτάρι που αποτελεί βασικό στοιχείο διατροφής, αλλά και τα υπόλοιπα φυτά, που είναι γενικώς κτηνοτροφικά, επιβάλλεται να μπούνε πιο δυναμικά στη βιολογική γεωργία.
Σε πείραμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με ποικιλίες σταριού παλιές και νέες στο Δίλοφο Φαρσάλων, τα βιολογικά τεμάχια είχαν σε σχέση με τα συμβατικά τεμάχια σε παρακείμενο αγρό, πολύ λιγότερα ζιζάνια, καλύτερη αντίδραση στις συνθήκες ξηρασίας, αυξημένη οργανική ουσία (ο ίδιος αγρός πριν 10 χρόνια, στην αρχή της ένταξής του στη βιολογική καλλιέργεια, είχε μειωμένη), ενώ υπεροχή έδειξαν και ως προς την απόδοση ποικιλίες σκληρού σίτου.
Στα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι βιοκαλλιέργειες των χειμερινών σιτηρών συμπεριλαμβάνεται η έλλειψη κατάλληλων μηχανημάτων, π.χ. που να σπέρνουν στα «πεταχτά» και όχι γραμμικά, για καλύτερο ανταγωνισμό των ζιζανίων. Βασικό επίσης πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη κατάλληλων συλλεκτικών μηχανών για μικρά αγροτεμάχια που καταλαμβάνει η κάθε ποικιλία (χρησιμοποιούν, ορθώς, περισσότερες σύμφωνα με το πνεύμα της βιοποικιλότητας). Υπάρχει ανάγκη να διαδοθούν οι μικρές θεριζοαλωνιστικές, οι οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για τα καρποδοτικά ψυχανθή.
Εαρινά σιτηρά (καλαμπόκι, ρύζι, σόργο, κεχρί)
Το καλαμπόκι, ιδιαίτερα μετά τη διάδοση των απλών υβριδίων από το 1978 και μετά, μετατράπηκε σε πολύ εντατική καλλιέργεια. Διεθνώς θεωρείται ο μεγαλύτερος καταναλωτής αγροχημικών αλλά και στην Ελλάδα δέχεται την πιο ισχυρή αζωτούχο λίπανση (μέχρι και 35kg/στρ.) από οποιαδήποτε άλλη αροτραία καλλιέργεια. Επομένως, θεωρείται ότι δύσκολα μετατρέπεται σε βιολογική καλλιέργεια. Αποτελεί όμως βασική κτηνοτροφή, γιαυτό και πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες να παράγεται ικανοποιητική ποσότητα βιολογικού καλαμποκιού, πάντοτε όμως σε αμειψισπορά με ψυχανθή, ώστε να περιορίζονται και οι απαιτήσεις σε εισροές του καλαμποκιού. Σήμερα (στοιχεία ΥΠΑΑΤ, 2007) καλλιεργούνται 37377 στρ. καρποδοτικού βιολογικού αραβοσίτου και 389 στρ. σανοδοτικού υπό μετατροπή. Το βιολογικό καλαμπόκι διατίθεται σε υψηλές τιμές σήμερα, λόγω των νέων αγορών που δημιούργησε η εφαρμογή του κανονισμού για τη βιολογική κτηνοτροφία, αλλά και της σημαντικής αύξησης της διεθνούς τιμής του συμβατικού καλαμποκιού.
Το ρύζι δεν αποτελεί κτηνοτροφή
Το σόργο και το κεχρί είναι από τις πλέον λιτοδίαιτες ανοιξιάτικες καλλιέργειες, προσαρμόζονται θαυμάσια στις ξηροθερμικές συνθήκες της χώρας μας, αποτελούν καλή ζωοτροφή, ιδιαίτερα το σόργο που ο καρπός του έχει παραπλήσια σύσταση με του καλαμποκιού και το χόρτο του θεωρείται η μηδική των αγρωστωδών. Μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε βιολογικές καλλιέργειες και γενικότερα πρέπει να ενισχυθούν στα πλαίσια της εναλλακτικής γεωργίας και να υποκαταστήσουν ίσως και ένα μέρος της καλλιέργειας του αραβοσίτου. Το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών (Ι.Κ.Φ.&Β) της Λάρισας έχει δημιουργήσει μία θαυμάσια χορτοδοτική ποικιλία την «Κρόκιο» ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικές ξένες ποικιλίες κεχριού. Επιπλέον, το σόργο παρουσιάζει ενδιαφέρον και ως φυτό βιοενέργειας, το οποίο επίσης πρέπει να καλλιεργείται χωρίς να ρυπαίνει το περιβάλλον.
Χειμερινά ψυχανθή
Από τα ψυχανθή, αλλά γενικώς και από όλες τις καλλιέργειες, προτεραιότητα πρέπει να έχουν τα χειμερινά ψυχανθή, γιατί επιπλέον δεν έχουν ανάγκη από άρδευση, προστατεύοντας έτσι τον πολύτιμο αυτόν φυσικό πόρο που συνεχώς μειώνεται. Επιπλέον, οι χειμερινές καλλιέργειες προστατεύουν τα εδάφη από τη διάβρωση. Τα χειμερινά ψυχανθή και σε μικρότερο βαθμό τα εαρινά, αποτελούν την καλύτερη αρχή για τη μετάβαση ενός αγρού από τη συμβατική στη Β.Γ και θα έπρεπε να υπάρχουν ανάλογα κίνητρα, ώστε να προτιμώνται από τους καλλιεργητές στο στάδιο της προσαρμογής τους στο νέο τρόπο καλλιέργειας. Εξάλλου, τα ψυχανθή αποτελούν θαυμάσιες ζωοτροφές στις οποίες η χώρα μας είναι πολύ ελλειμματική, αλλά και από αυτά τα όσπρια αποκτούν αυξημένη προτίμηση του καταναλωτικού κοινού σε διατροφή μειωμένη σε κρέας και αυξημένη σε φυτικές πρωτεΐνες.
Εναλλακτικές καλλιέργειες χειμερινών κτηνοτροφικών ψυχανθών οι οποίες έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τόπο μας και για τις οποίες υπάρχουν προσαρμοσμένες ελληνικές ποικιλίες (δημιουργίες του Ι.Κ.Φ.&Β Λάρισας) μπορούν να θεωρηθούν οι παρακάτω:
- Κτηνοτροφικό αλλά και εδώδιμο μπιζέλι (πολύ ανθεκτικό στο κρύο),
- βίκος,
- ρόβι (ανθεκτικό στο κρύο και ξηρασία-περιορισμένες απαιτήσεις στο έδαφος),
- κτηνοτροφικά και εδώδιμα κουκιά (υψηλές αποδόσεις, δυνατότητα πλήρους εκμηχάνισης της καλλιέργειας, ευαισθησία στην σκλερωτίνια),
- κτηνοτροφικά και εδώδιμα ρεβύθια (ανθεκτικά στις ξηροθερμικές συνθήκες, περιορισμένες εδαφικές απαιτήσεις, η ευαισθησία στην ασκόχυτα σήμερα αντιμετωπίζεται με ανθεκτικές ποικιλίες). Ιδιαίτερα ο καρπός του κτηνοτροφικού ρεβυθιού, με τις νέες ποικιλίες του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών (Ι.Κ.Φ.&Β) του ΕΘΙΑΓΕ, μπορεί να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ποσότητες πρωτεϊνούχου ζωοτροφής και να αντικαταστήσει πλήρως την εισαγόμενη σόγια που χρησιμοποιείται σήμερα ακόμη και στα σιτηρέσια της βιολογικής κτηνοτροφίας (Ηλιάδης, 2002).
Τα ετήσια (εαρινές καλλιέργειες) ή και πολυετή τριφύλλια (π.χ. ξηρική και ποτιστική μηδική, η οποία μηδική σε άλλες χώρες συγκαλλιεργείται κατά ζώνες με άλλες καλλιέργειες, π.χ. βαμβάκι, τις οποίες προστατεύει από διάφορα έντομα επειδή τα έντομα αυτά προτιμούν τη μηδική, χωρίς να τη ζημιώνουν), είναι χορτοδοτικά φυτά, αναντικατάστατα για τη βιολογική ζωική παραγωγή.
Οι καλλιέργειες αυτές σήμερα καταλαμβάνουν περιορισμένες εκτάσεις (πλην της μηδικής και του βίκου που καταλαμβάνουν αντιστοίχως 1500 και 500 περίπου χιλ. στρ. από το σύνολο των 2,4 εκ. στρ. περίπου που καταλαμβάνουν τα χορτοδοτικά φυτά) και επιπλέον έχει αποδυναμωθεί επικίνδυνα η σποροπαραγωγή των ελληνικών ποικιλιών (τις οποίες επιζητούν οι παραγωγοί) με αποτέλεσμα να εισάγονται ακατάλληλοι σπόροι και ποικιλίες.
Πρόσφατα, παρατηρείται σημαντική αύξηση τιμών πολλών κτηνοτροφικών φυτών (π.χ. καλαμπόκι, μηδική κ.ά.), γεγονός ευχάριστο για τον γεωργό όχι όμως για τον κτηνοτρόφο. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την αναγκαία επέκταση των μεικτών αγροκτημάτων (εκμεταλλεύσεων). Σημειώνεται ότι η βιολογική έκταση με μονοετή σανοδοτικά (αραβόσιτος, ψυχανθή κ.ά) ανέρχεται σε 133559 στρ. και με πολυετή (κυρίως μηδική) σε 292675 στρ.
Εαρινά ψυχανθή (φασόλια, αραχίδα, σόγια)
Το κοινό φασόλι, είναι το πιο διαδεδομένο και με την μεγαλύτερη οικονομική σημασία όσπριο στη χώρα μας (≈ 90 χιλ. στρ.) και παγκόσμια, αλλά δεν αποτελεί κτηνοτροφή, όπως και η αραχίδα.
Η σόγια αποτελεί παγκοσμίως βασική συμπυκνωμένη πρωτεϊνούχο κτηνοτροφή. Αν και δεν θεωρείται ότι προσαρμόζεται στις ξηροθερμικές συνθήκες, ιδιαίτερα της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδος, πρέπει να καλλιεργηθεί σε περιορισμένη έστω έκταση, γιατί σχεδόν όλη η εισαγόμενη, από την Αμερική (περί τους 200-250 χιλ. τόνους ετησίως) είναι γενετικώς τροποποιημένη και επομένως ακατάλληλη για τη βιολογική ζωική παραγωγή. Αναφέρεται (ΥΠΑΑΤ) ότι καλλιεργούνται 90 στρ. βιολογική σόγια. Προσπάθειες επίσης πρέπει να καταβληθούν ώστε να αντικατασταθεί η σόγια στα βιολογικά σιτηρέσια από ελληνικά ψυχανθή, όπως ρεβύθια κ.ά. Επιβάλλεται, επομένως, αξιολόγηση σιτηρεσίων με ελληνικά και άγνωστα ψυχανθή.
Βαμβάκι
Το βαμβάκι χρησιμοποιείται κυρίως ως κλωστικό φυτό αλλά δίνει παράλληλα τον σπόρο (σε ποσοστό 60% περίπου του συσπόρου) που είναι πλούσια πηγή λαδιού και πρωτεϊνης για τον άνθρωπο και τα ζώα. Τελευταία, παρουσιάζει ενδιαφέρον και ως φυτό βιοενέργειας. Η αξιοποίηση των βαμβακοσπόρων για παραγωγή βιοντήζελ και της βαμβακόπιττας (που απομένει μετά την εξαγωγή του βαμβακελαίου) ως ζωοτροφής είναι πιο προσοδοφόρα από την απευθείας πώληση του βαμβακοσπόρου, που επικρατεί σήμερα.
Σύμφωνα και με νεώτερα δεδομένα έρευνας από τις ΗΠΑ, ανατρέπεται η πεποίθηση ότι η βαμβακόπιττα αυξάνει το λίπος των ζώων και ενισχύεται η διατροφική της αξία. Τα στοιχεία αυτά προσφέρουν ένα ακόμη επιχείρημα αξιοποίησής της ως ζωοτροφής στα πλαίσια της ανάπτυξης της ελληνικής κτηνοτροφίας με τη συμμετοχή και των βαμβακοπαραγωγών πολλοί από τους οποίους σχεδιάζουν να ασχοληθούν και με την εκτροφή ζώων. Οι καινοτόμες αυτές δράσεις, συμβολαιακής μορφής, οι οποίες προάγουν το ελπιδοφόρο μοντέλο των μεικτών εκμεταλλεύσεων, πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης υποστήριξης από την πολιτεία.
Το βαμβάκι, το κύριο αγροβιομηχανικό φυτό της χώρας μας, εξελίχθηκε διεθνώς ως δεύτερος, μετά το καλαμπόκι, καταναλωτής αγροχημικών με δυσάρεστες επιπτώσεις στο περιβάλλον και το κόστος παραγωγής. Η παραγωγή οργανικού βαμβακιού άρχισε το 1989 στις Η.Π.Α και Τουρκία, ενώ στη δεκαετία του 1990, 11 χώρες παρήγαγαν οργανικό βαμβάκι, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (ICAC, 2003). Στις Η.Π.Α, όπως και στις περισσότερες χώρες το οργανικό βαμβάκι είχε ανοδική πορεία μέχρι το 1995, αλλά στη συνέχεια μειώθηκε δραστικά, όχι γιατί μειώθηκε η ζήτηση αλλά για οικονομικούς λόγους. Εξαίρεση παρατηρήθηκε στην Τουρκία όπου σημειώθηκε σταθερή άνοδος, ώστε το 2001 από τους 15 χιλ. τόνους της παγκόσμιας παραγωγής, οι 10 χιλ. να προέρχονται από την χώρα αυτή.
Σημειώνεται ότι η παγκόσμια παραγωγή οργανικού βαμβακιού αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,1% της συνολικής παραγωγής βαμβακιού (19 εκ. τόνοι), ενώ η ζήτηση αναμένεται να φθάσει το 5%. Η ευρεία εξάπλωση των ποικιλιών της γενετικής μηχανικής στις Η.Π.Α και σε άλλες μεγάλες χώρες, δεν αφήνει πολλά περιθώρια επέκτασης της βιολογικής βαμβακοκαλλιέργειας, ενώ η ζήτηση οργανικού βαμβακιού συνεχώς αυξάνει, στοιχείο που δίνει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου δεν επιτρέπεται η χρήση των γενετικώς τροποποιημένων ποικιλιών και η καλλιέργεια είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τα περιορισμένα διεθνή στοιχεία έρευνας και παρατηρήσεων, στο βιολογικό βαμβάκι παρατηρείται μείωση απόδοσης από 5-25% (κυρίως κατά τη μεταβατική περίοδο) και στις περισσότερες περιπτώσεις, το κόστος είναι υψηλότερο κυρίως γιατί απαιτούνται περισσότερα εργατικά χέρια για την αντιμετώπιση των ζιζανίων. Μεγαλύτερη μείωση αποδόσεων παρατηρείται σε ποικιλίες που αντιδρούν στις υψηλές εισροές, ώστε αναδεικνύεται η ανάγκη για δημιουργία κατάλληλων ποικιλιών (Oosterhuis και Γαλανοπούλου- Σενδουκά, 2001). Στην Ελλάδα η καλλιέργεια βαμβακιού είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον γιατί υπάρχουν λιγότερα εντομολογικά προβλήματα από τις Η.Π.Α και την Τουρκία. Το βιολογικό βαμβάκι πρωτοκαλλιεργήθηκε το 1993 σε 63 στρ., έφθασε τα 4700 στρ. το 1994, μειώθηκε δραστικά το 1996 στα 1500 στρ. και παρέμεινε στα ίδια επίπεδα για πολλά χρόνια. Σήμερα καλλιεργούνται βιολογικώς 17837 στρ. από τα οποία περίπου τα 10 χιλ. στρ. είναι υπό μετατροπή (Στοιχεία ΥΠΑΑΤ, 2007). Βασικό πρόβλημα αποτέλεσε η αντιμετώπιση των φυτοπαρασίτων, ειδικότερα των ζιζανίων, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους. Οι στρεμματικές αποδόσεις κυμάνθηκαν μεταξύ 150 (ξηρικά) και 350 kg ενώ σε μερικές περιπτώσεις ήταν αυξημένες συγκριτικά με αντίστοιχες συμβατικές. Οι βιοκαλλιεργητές, πέραν των επιδοτήσεων από την Ε.Ε, διέθεσαν το βαμβάκι σε αυξημένες τιμές.
Συμπεραίνεται ότι η παραγωγή βιολογικού βαμβακιού δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρόλα αυτά η Ελλάδα, λόγω και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της, πρέπει να συμμετάσχει στην παγκόσμια παραγωγή βιολογικού βαμβακιού για λόγους περιβαλλοντικούς αλλά και οικονομικούς (Oosterhuis και Γαλανοπούλου-Σενδουκά, 2001).
Υπόλοιπα κλωστικά: Λινάρι-Καννάβι
Το λινάρι σήμερα δεν καλλιεργείται στην Ελλάδα, γιατί και αυτό εκτοπίστηκε από το βαμβάκι. Το κλίμα της χώρας μας θεωρείται κατάλληλο για το καρποδοτικό λινάρι και όχι για το κλωστικό που αγαπάει πιο δροσερό περιβάλλον. Στη Θεσσαλία και στις νοτιότερες περιοχές μπορεί να σπαρεί ως χειμερινή καλλιέργεια και επιπλέον έχει περιορισμένες απαιτήσεις σε λιπάσματα, στοιχεία που προσδίδουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στο φυτό ως εναλλακτική καλλιέργεια σε συστήματα βιολογικής γεωργίας. Μετά την αφαίρεση του λινελαίου, ο λινοπλακούντας και το λινάλευρο χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφή. Μάλιστα, χάρη στις ιδιαίτερα θρεπτικές ιδιότητες του ως ζωοτροφή (πουλερικά) οι τιμές της αγοράς σε Ευρώπη και Αμερική είναι αρκετά υψηλές.
Το καννάβι είναι ανοιξιάτικη καλλιέργεια, αρδευόμενη κάτω από τις ελληνικές συνθήκες και επειδή ως κλωστικό φυτό (ο καρπός του δίνεται μόνο στα ωδικά πτηνά) έχει πολύ περιορισμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με το βαμβάκι, δεν θεωρείται ότι έχει προτεραιότητα και συγκριτικά πλεονεκτήματα για βιολογική καλλιέργεια. Ωστόσο η καλλιέργειά του θεωρείται ότι μπορεί να παίξει θετικό ρόλο σε συστήματα αμειψισποράς καθώς λειτουργεί αποπνικτικά για τα ζιζάνια.
Ελαιοδοτικά φυτά (ηλίανθος, σουσάμι, ατρακτυλίδα, ελαιοκράμβη, ρετσινολαδιά)
Στην Ελλάδα τα φυτά αυτά έχουν περιορισμένη ανταγωνιστικότητα, γιατί εδώ επικρατεί η ελιά, που παράγει το απαράμιλλο ελαιόλαδο, το οποίο επιπλέον μπορεί να παραχθεί εύκολα με βιολογικό τρόπο γι αυτό και έχει την πρωτιά ανάμεσα στα βιολογικά προϊόντα του τόπου μας. Με την επιδότηση όμως των σπορελαίων από την Ε.Ε. ενισχύθηκε και στη χώρα μας η ανταγωνιστικότητα ορισμένων ελαιούχων φυτών. Από τα ελαιούχα ο ηλίανθος δεν προσαρμόζεται στις ξηροθερμικές συνθήκες της Νότιας Ελλάδας και η ρετσινολαδιά παράγει μη βρώσιμο λάδι και επομένως δεν θεωρούνται ότι θα έπρεπε να εμπλακούν σε συστήματα Β.Γ. Το σουσάμι, η ελαιοκράμβη και η ατρακτυλίδα δεν είναι κτηνοτροφικά φυτά.
Ζαχαρότευτλα
Στην Ελλάδα, η καλλιέργειά τους είναι σε φθίνουσα πορεία Η διαδικασία της πρωτογενούς παραγωγής, με τη σημερινή εντατική της μορφή και ως απόλυτα ελεγχόμενη από την ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, περιλαμβάνει τη χρήση πολλών αγροχημικών, ιδιαίτερα για την καταπολέμηση των εχθρών και ασθενειών του φυτού. Σημειώνεται όμως ότι η Ε.Β.Ζ καταβάλει προσπάθειες να κάνει την καλλιέργεια πιο φιλική προς το περιβάλλον αλλά απέχει πολύ από τη μετατροπή της σε βιολογική καλλιέργεια. Αναφέρεται ότι καλλιεργούνται 80 στρ. βιολογικά ζαχαρότευτλα που τα υποπροϊόντα τους (π.χ. κορυφές) μπορούν να διατεθούν ως βιολογική ζωοτροφή.
Καπνός. Δεν αποτελεί ζωοτροφή
Επίλογος
Επειδή θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι είναι βραχυχρόνια εφικτή η μετατροπή του συνόλου της συμβατικής γεωργίας σε Β.Γ., θεωρούμε ότι όλες οι καλλιέργειες πρέπει να γίνουν πιο φιλικές προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον χρησιμοποιώντας κατά το δυνατό λιγότερες εισροές. Η Β.Γ. θα πρέπει να αγκαλιάσει και να προχωρήσει πρώτα στις καλλιέργειες που αντέξανε στις προκλήσεις της εντατικής γεωργίας, με στόχο βέβαια, σταδιακά και με σύνεση, να προσχωρήσουν και οι υπόλοιπες, ώστε να υπάρχουν βιολογικά προϊόντα όλων των ειδών των αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος άμεσα ή έμμεσα (π.χ. για παραγωγή ζωικών προϊόντων). Αυτό πρέπει να επιτευχθεί αργά και μεθοδικά με τη στήριξη της Πολιτείας τη βοήθεια των καταναλωτών και την αρωγή της επιστημονικής κοινότητας.
Η ανάπτυξη των βιολογικών αροτραίων καλλιεργειών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Πολλές αροτραίες καλλιέργειες, όπως ψυχανθή, χειμερινά σιτηρά κ.ά, μπορούν εύκολα, κάτω από τις συνθήκες της χώρας μας, να μετατραπούν σε βιολογικές και να τροφοδοτήσουν την εγχώρια βιολογική κτηνοτροφία, αλλά και να την διασφαλίσουν από τον κίνδυνο της χρήσης ζωοτροφών του εξωτερικού, πολλές από τις οποίες προέρχονται από ποικιλίες της Γενετικής Μηχανικής.
Η επέκταση των μεικτών εκμεταλλεύσεων πρέπει να αποτελέσει το πρότυπο για την ανάπτυξη της ΒΓ (και όχι μόνο) τόσο της φυτικής όσο και της ζωικής παραγωγής, ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
Οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας μας αποτελούν άριστο χώρο για την παραγωγή οικολογικών φυτικών και ζωικών προϊόντων υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών και επώνυμων (Γαλανοπούλου- Σενδουκά και Κοντσιώτου, 1999).
Τέλος, εκείνο που επιβάλλεται είναι να ξεφύγει η ελληνική γεωργία από τη δυσκαμψία που τη χαρακτηρίζει, να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού για υγιεινά προϊόντα, αλλά και στις επιταγές της νέας αγροτικής πολιτικής που προτάσσει την ποιότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που της χαρίζουν η γη και ο ουρανός της και να πρωταγωνιστήσει σε θέματα καινοτομιών, όπως η Β.Γ.
Κείμενο: Της Στέλλας Γαλανοπούλου-Σενδουκά και του Κώστα Κουτή
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΗΩ, Τεύχος 55, 10/2010