Ο δίκταμος, Origanum dictamnus L., ανήκει στην οικογένεια Labiatae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει σαράντα εννιά taxa (είδη, υποείδη και ποικιλίες), τα οποία χωρίζονται σε δέκα sections. Πρόκειται για μικρούς θάμνους ή πολυετείς πόες οι οποίες χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο ως καρυκεύματα με το κοινό όνομα ρίγανη (oregano) (kokkini, 1996). Παραδοσιακά, τα είδη αυτά χρησιμοποιούνται και με άλλους τρόπους, καθώς στα αιθέρια έλαια που περιέχουν προσδίδονται αντιμικροβιακές, κυτταροτοξικές και αντιοξειδωτικές δράσεις (Lagouri et al., 1993; Sivropoulou et al., 1996).
Το είδος Ο. dictamnus ανήκει στη sectio Amarαcus (Gleditsch) Bentham, η οποία αποτελείται από επτά συνολικά είδη, που η εξάπλωσή τους περιορίζεται στην ανατολική μεσόγειο, συγκεκριμένα στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία (Kokkini, 1996) (Πίν. 1). Μπορεί να βρεθεί στη βιβλιογραφία με τα συνώνυμα Amaracus dictamnus (l.) Bentham (Tutin, 1964), Majorana dictamnusL. (Bernath,. 1996) και Origanum pseudodictamnus Sieb (Καββάδας 1956).
Πίνακας 1: Τα είδη της sectio Amαrαcus και η εξάπλωσή τους
Ο. boissieri Ietswaart | Τουρκία |
Ο. calcarαtum Jussieu | Ελλάδα |
Ο. cordifolium (Montbret et Aucher ex Bentham) Vogel | Κύπρος |
Ο. dictαmnus Ι. | Κρήτη |
Ο. saccatum Davis | Τουρκία |
Ο. solymicum Davis | Τουρκία |
Ο. symes Carlstrom | Ελλάδα |
Ο δίκταμος είναι ενδημικό φυτό της Κρήτης. Η Sectio Amarαcus θεωρείται ότι περιέχει είδη, τα περισσότερα από τα οποία δημιουργήθηκαν χρονικά στο πλειόκαινο (cf. ΙetswaarΙ 1980 in Karousou, 1995). Όπως για όλα τα ενδημικά της Κρήτης έτσι και για τον δίκταμο θεωρείται ότι οι πρόγονοί του έφτασαν στο νησί πριν από την απομόνωσή του από τις παρακείμενες ηπείρους, μέσω των μεταναστευτικών δρόμων του νοτίου και του κεντρικού Αιγαίου (Turill 1929 in Karousou, 1995). Η δημιουργία των ενδημικών taxa της Κρήτης μπορεί να αποδοθεί στη διάσπαση, μετά τον κατακερματισμό της Αιγαίϊδας, ευρέως εξαπλωμένων προγονικών taxa σε έναν αριθμό απομονωμένων πληθυσμών, καθένας από τους οποίους διαφοροποιήθηκε δίνοντας νέα είδη ή υποείδη (Greuter 1972,1979 in Karousou,1995). Το Origαnum dictαmnus L. συγγενεύει στενά με το Ο. cαlcαrαtum Jussieu το οποίο συναντάται στις Κυκλάδες, την Ικαρία και την ανατολική Κρήτη (Karousou,1995) .
Απαντάται σε ολόκληρο το νησί σε υψόμετρο [0-]100-1800(-2300) m., περισσότερο όμως στη δυτική του πλευρά (Εικ. 1). Φύεται σε σχισμές ή κοιλότητες κάθετων κυρίως βράχων και σε πετρώδεις κοίτες χειμάρρων, σε προσήλιες ή σκιερές θέσεις (Karousou, 1995). Ο δίκταμος απαντάται σε βράχους ή σε πετρώδη εδάφη, διότι κατά τη διάρκεια σημαντικών αλλαγών του κλίματος και της βλάστησης, οι βράχοι πιθανόν να έδρασαν ως καταφύγιό του, ενώ αυτό εξαφανίστηκε από τις άλλες περιοχές. Οι ακραίες συνθήκες οδήγησαν σε έντονη εξειδίκευση και, τελικά, στη δημιουργία διαφορετικών ειδών, στην περίπτωσή μας το Ο. dictαmnus (Snogerup, 1971 in Karousou 1995).
Ο μικρός αυτός αρωματικός θάμνος με τους πολλούς, ανακαμπτόμενους, βλαστούς, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λευκού έως εριώδους διακλαδιζόμενου τριχώματος και ευδιάκριτων, αδενικών λεπίων στα φύλλα και το βλαστό, ενώ η ταξιανθία είναι λεία. Τα φύλλα (Εικ. 2 γ) έχουν μέγεθος 5-20 x 5-20 mm, σχήμα σχεδόν στρογγυλό έως ωοειδές, με αποστρογγυλεμένη ή ελαφρώς καρδιόσχημη βάση και μίσχους που στα ανώτερα φύλλα έχουν μήκος μέχρι 1,5 mm, ενώ στα κατώτερα οι μίσχοι είναι μεγαλύτεροι και φτάνουν τα 4-5 mm. Η ταξιανθία είναι στάχυς (Εικ. 2 α, β) με μήκος από 10 έως 25 mm και φέρει βράκτεια μεγέθους 7-9 x 6-9 mm και σχήματος σχεδόν στρογγυλού έως ωοειδούς, τα οποία είναι άμισχα, πορφυρού χρώματος, κεραμιδοειδώς επικαλυπτόμενα και έχουν αδενικά λέπια μόνο στην εσωτερική επιφάνειά τους. Στο άνθος ο κάλυκας είναι πράσινος, μικρός (5mm) και σωληνοειδής. Μπορεί να είναι μονόχειλος, με το άνω χείλος ακέραιο, αλλά συνήθως είναι δίχειλος, οπότε το κάτω χείλος αποτελείται από δύο μικρούς λοβούς. Η στεφάνη είναι φυσικά δίχειλη, με δύο λοβούς στο άνω χείλος και τρεις στο κάτω, πορφυρή και λίγο ή πολύ σακκοειδής, ενώ το μέγεθός της δεν ξεπερνά τα 11 mm (Karousou, 1995). Τέσσερις στήμονες προεξέχουν της στεφάνης και ο στύλος καταλήγει σε ένα δισχιδές στίγμα. Οταν ο καρπός ωριμάσει είναι τετρακάρυος με μικρά, σκουρόχρωμα και γυαλιστερά σπέρματα (Καββάδας, 1956).
Σύμφωνα με τους Fernandez και Heywood (Flora Europaea) το κυριότερο διαφοροδιαγνωστικό χαρακτηριστικό του Ο. dictαmnus είναι το πυκνό λευκό τρίχωμα των φύλλων και του βλαστού. Επιπλέον ο δίχειλος κάλυκας με το ακέραιο άνω χείλος κάνει το είδος αυτό να διαφέρει από τα άλλα του γένους του.
Το ύψος των φυτών και οι διαστάσεις των φύλλων ποικίλουν ανάμεσα στα άτομα διαφορετικών περιοχών. Στα μεγάλα υψόμετρα συναντούμε μικρότερο ύψος και μικρότερα φύλλα. Μικρά Φύλλα, επίσης, παρουσιάζουν μερικές φορές και τα φυτά που φύονται σε σκιερούς τόπους, ωστόσο δεν έχει βρεθεί σαφής συσχετισμός της ποικιλότητας αυτών των χαρακτήρων με την οριζόντια ή κατακόρυφη κατανομή του είδους στο νησί. (Karousou, 1995).
Ο δίκταμος είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται από το όνομα του όρους Δίκτη στο νομό Λασιθίου της Κρήτης και τη λέξη θάμνος ετυμολογικά δηλαδή σημαίνει θάμνος της Δίκτης (Οικονομάκης 2002). Ανάλογα όμως με την περιοχή της Κρήτης στην οποία χρησιμοποιείται αναφέρεται και με τα ονόματα δίχταμο, αδίχταμος, δίταμο, δίκταμνο, τίταμος και ατίταμος (Καββάδας, 1956; Φραγκάκι, 1969), ενώ είναι γνωστός με πολλά ακόμη ονόματα τα οποία σχετίζονται με τις χρήσεις του ή τις ιδιότητές του. Λέγεται λοιπόν και έρωντας, γιατί χρειάζονται “του έρωτα Τα πάθη” για να μαζευτεί (Φραγκάκι, 1969), λιβανόχορτο, για το άρωμά του (Καββάδας, 1956), στοματόχορτο, γιατί όταν μασιέται καταπολεμά τη δυσοσμία του στόματος σταματόχορτο, γιατί σταματά την αιμορραγία στις πληγές, στομαχόχορτο, γιατί καταπραϋνει τους πόνους του στομάχου και βοηθά την πέψη (Φραγκάκι, 1969) και μαλλιαρόχορτο ή γέροντας (Skoula & Kamenopoulos, 1996) λόγω του λευκού τριχώματος που καλύπτει το φυτό. Θα πρέπει, τέλος, να αναφέρουμε ότι το όνομα του δίκταμου σχετίζεται και με μια θεά που λατρεύονταν στην αρχαία Κρήτη, τη θεά Δίκτιννα, η οποία κατοικούσε στα βουνά και βοηθούσε τις γυναίκες κατά τον Τοκετό (Skoula & Kamenopoulos, 1996). Ο καθηγητής Ελευθέριος Πλατάκης το αναφέρει στη μονογραφία του «ο Δίκταμος της Κρήτης» (1951) και ως σταθόρι. Στη Γαλλία αποκαλείται Dictαme de Crete, στην αγγλική γλώσσα ονομάζεται Dittαmus Οf Crete, ενώ αναφέρεται και με τις ονομασίες Dictαmnus, Dittαny, Dittαny Οf Crete, Ηορ Mαrjorαm, Ηορ Plαnt, Mαngirotu. Στη Γερμανία αναφέρεται ως Dictαm και, τέλος, στην Ιταλία Dittαmo di Cαndiα ή Dittαmo Cretico (Καββάδας, 1956).
Αξίζει να σταθούμε στις χρήσεις του φυτού αυτού κατά την αρχαιότητα, οπότε και θεωρούνταν ένα φυτό – πανάκεια. Καταρχήν ήταν από πολύ παλιά γνωστές οι επουλωτικές ιδιότητες του δίκταμου, καθώς και το γεγονός ότι τα αγριοκάτσικα της Κρήτης έτρωγαν δίκταμο για να επουλωθούν οι πληγές τους όταν λαβώνονταν από τα βέλη των κυνηγών. Πρώτος ο Αριστοτέλης στην «Περί ζώων ιστορία» αναφέρει “επεί και εν Κρήτη φασί τας αίγας τας αγρίας, όταν τοξευθώσι ζητείν τον δίκταμνον δοκεί δε τούτον εκβλητικόν είναι των τοξευμάτων εν τω σώματι” (Εικ. 3). Αργότερα, ο μαθητής του Αριστοτέλη Θεόφραστος θα πει στο “Περί φυτών ιστορίας”: “Σπάνιον δε εστί και γαρ ολίγος ο τόπος ο Φέρων και τούτον αιγές εκμένονται δια τα Φιληδείν, αληθές δε φασίν είναικαι το περί τωv βέλων ότι φάγουσαις, όταν τοξευθώσιν εκβάλλει” (Καββάδας, 1956).
Στο ίδιο έργο του ο Ιπποκράτης ονομάζει το δίκταμο «ωκυτόκισν», από το ωκύς = ταχύς και τόκος = τοκετός, επειδή επιταχύνει τον τοκετό (Οικονομάκης, 2002), ενώ ακόμα αναφέρειι τον τρόπο που χρησιμοποιείται (αφέψημα σε νερό, αφέψημα σε κρασί, διατροφή) για τις ασθένειες των εμμήνων, τα προβλήματα κατά την κύηση, τις ασθένειες της μήτρας και τις διάφορες γυναικολογικές ροές (Γεωργοπούλου, 2001). Ο Θεόφραστος θα επαναλάβει αργότερα: “Θαυμαστόν δε τη δυνάμε.ι και προς πλείω χρήσιμον μάλιστα δε προς τους τόκους των γυναικών… ή γαρ ευτοκείν Φασί ποιείν ή παύειν γε τους πόνους ομολογoυμένως. Δίδοται δε πίνειν ύδατι” (Καββάδας, 1956). Ο Διοσκουρίδης, πατέρας της φαρμακογνωσίας, θα συμπληρώσει στο βιβλίο του “Περί ύλης Ιατρικής” ότι: “ουμόνον γαρ πινόμενη η βοτάνηλ αλλά και προστιθέμενη, υποθυμιωμένη τα τεθνηκότα έμβρυα εκτινάσσει αναφέρεται δηλαδή και στην εκτρωτική ιδιότητα του δίκταμου. Ο Ευριπίδης στον “Ιππόλυτο” μιλάει για τη θεά Ειλυθειία, θεά των τοκετών, η οποία φοράει στεφάνι από δίκταμο, κάτι που καταδεικνύει για ακόμα μία φορά τη σχέση του φυτού με τον τοκετό (Οικονομάκης, 2002). Έχουμε ήδη αναφέρει για την κρητική θεά Δίκτιννα που σχετίζεται με τον δίκταμο κατά τον ίδιο τρόπο.
Πολλοί συγγραφείς της αρχαιότητας αναφέρουν στα έργα τους το δίκταμο, όπως ο Πλούταρχος στους διαλόγους του περί τα ζώα, ο Κικέρων και ο Πλίνιος. Υπάρχει ακόμα η μαρτυρία ότι αιθέριο έλαιο δίκταμου μέσα σε ελαιόλαδο προσφερόταν στους Μινωικούς βασιλιάδες και ιερείς της Κρήτης (Faure, 1987 in Skoula & Kamenopoulos, 1996).
Το φυτό χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους «ριζοτόμους» της αρχαιότητας και έπειτα από τους βυζαντινούς «κομπογιανίτες». Ο Βυζαντινός γιατρός Αέτιος χρησιμοποιούσε το δίκταμο σε έμπλαστρα και αλοιφές, ενώ το αφέψημά του λεγόταν τότε “Έψημα Κρητικόν”. Οι Κρήτες ονόμαζαν τα αφεψήματα βραστάρια και τα χρησιμοποιούσαν σχεδόν σε κάθε ασθένεια ή σαν θερμαντικό ρόφημα, όπως και για τη γενικότερη διατήρηση της καλής υγείας (Οικονομάκης, 2002). Στους δυτικούς νομούς της Κρήτης λένε χαρακτηριστικά «Ο έρωντας κάνει πολλές χρείες» (Φραγκάκι, 1969). Θα πρέπει κλείνοντας να αναφέρουμε μια μαρτυρία κατά τη γρίπη του 1918 στο Ηράκλειο, όταν ένα εργοστάσιο έφτιαχνε και πουλούσε σαν αντιγριπικό το «έλαιος», δηλαδή αιθέριο έλαιο από δάφνη, ρίγανη, φασκόμηλο και δίκταμο για εντριβές, σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών της εποχής (Φραγκάκι σε Οικονομάκη, 2002). Τέλος, όπως αναφέρει ο καθηγητής Καββάδας, ο δίκταμος χρησιμοποιείται ακόμα και στη Γαλλία μαζί με άλλα στομαχικά φυτά για την παρασκευή ενός σκευάσματος κατά της διάρροιας, που ονομάζεται διασκόρδιον (Diαscordium).
Συνοψίζοντας τις ευεργετικές ιδιότητες του δίκταμου, καθώς και τον τρόπο που χρησιμοποιείται παραδοσιακά από τον πληθυσμό της Κρήτης ακόμα και σήμερα, έχουμε τα ακόλουθα (Φραγκάκι, 1969; Havakis, 1978 in Skoula & Kamenopoulos, 1996):
- Αφεψήματα δίκταμου χρησιμοποιούνται για την αμυγδαλίτιδα, το κρύωμα, το βήχα και τον ερεθισμένο λαιμό
- Αφεψήματα ή ακόμα και ωμά μέρη του φυτού χρησιμοποιούνται κατά της ουλίτιδας και του πονόδοντου
- Τα αφεψήματα θεωρούνται επίσης ως διουρητικά, σπασμολυτικά, χωνευτικά και ότι ανακουφίζουν από τον στομαχόπονο και πόνους στο ήπαρ
- Αφεψήματα συστήνονται για διάφορες ασθένειες του ήπατος, για το διαβήτη και την παχυσαρκία
- Ωμά μέρη του φυτού ή αφεψήματα επιταχύνουν τον τοκετό και ελαττώνουν τους πόνους της γέννας, ενώ θεωρούνται και εκτρωτικά. Στην Κρήτη χρησιμοποιείται ως εμμηναγωγικό, ενώ η λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκι αναφέρει ότι οι μαίες στα χωριά τοποθετούσαν έρωντα στο υπογάστριο των επιτόκων ή τους έκαναν ζεστά εγκαθίσματα με αφέψημα δίκταμου για να επιταχυνθεί ο τοκετός.
- Μέρη του φυτού κομμένα ή τριμμένα μέσα σε νερό χρησιμοποιούνται εξωτερικά για την επούλωση των πληγών και τους πονοκεφάλους (για την «κατεβασά», ελαφρύς πονόματος από κρυολόγημα)
- Το φυτό ανακουφίζει από τους πόνους των ρευματικών.
Εκτός όμως από τη θεραπευτική χρήση του δίκταμου, το φυτό ή το αιθέριο έλαιό του έχει χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς. Από το Μεσαίωνα οι Βενεδικτίνοι, οι Tρcιππιστές και άλλοι μοναχοί στην Ευρώπη χρησιμοποιούν το δίκταμο στα περίφημα λικέρ τους, όπως είναι η Βενεδικτίνη, που θεωρούνται σπουδαία ορεκτικά και χωνευτικά επιδόρπια. Σημαντικές ποσότητες εξάγονται στο εξωτερικό, κυρίως στην Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία και Γερμανία, όπου ο δίκταμος χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ηδύποτων, ιδίως του βερμούτ και του σαλτρέζ, ή στην αρωματοποιία γενικότερα (Καββάδας, 1956).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δίκταμος φυτρώνει αποκλειστικά στα βουνά της Κρήτης, πάνω σε απόκρημνους βράχους. Το γεγονός αυτό κάνει τη συλλογή του ιδιαίτερα δύσκολη κι επικίνδυνη, γι’ αυτό και στο παρελθόν γινόταν συντροφικά. Ομάδες (πατούλιες) αντρών κυρίως, που ονομάζονταν ερωντάδες δένονταν με σκοινιά, τα οποία λέγονταν γούμενες και ήταν ιδιαίτερα στερεά, και κρεμασμένοι στους βράχους μάζευαν ή ξερίζωναν ολόκληρο το φυτό. Ο δίκταμος ανθίζει γύρω στα μέσα Ιουλίου, αλλά η συλλογή του γινόταν μετά του προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου), όταν ήταν πια «λαδωμένος», προφανώς δηλαδή όταν είχε αρκετή ποσότητα αιθέριου ελαίου. Λέγεται πως την ημέρα της Αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου) έχει πολύ θυμό και ο αέρας που τον περιβάλλει «αρπά κι’ ανάφτει κι’ όποιος άξος θωρεί τη λάμψη» και πως αν ανάψεις σπίρτο κοντά στο δίκταμο τις μέρες εκείνες ανάβει αυτόματα (Φραγκάκι, 1969) -ίσως και πάλι εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας αιθέριου ελαίου.
Μετά τη συλλογή ξεραίνεται σε μέρος «αερινό» κι όταν χάσει το 1/3 του βάρους του είναι έτοιμο να φυλαχτεί και να πλασαριστεί στο εμπόριο (Φραγκάκι, 1969).
Στην Κρήτη ο δίκταμος καλλιεργούνταν ανέκαθεν σε μικρές ποσότητες και κυρίως σε γλάστρες, όπως αναφέρει ο καθηγητής Καββάδας, ενώ από την εποχή της ενετοκρατίας της νήσου διαδόθηκε και στην Ευρώπη, κυρίως σε βοτανικούς κήπους. Οι απαρχές της συστηματικής καλλιέργειας χρονολογούνται γύρω στα 1928 στις Αρχάνες Τεμένους του νομού Ηρακλείου, λόγω της ζήτησης του βοτάνου και της δραματικής μείωσης των άγριων πληθυσμών εξαιτίας της υπερβολικής εκμετάλλευσής τους από συλλέκτες (Skoula & Karnenopoulos, 1996). Ωστόσο ο καλλιεργούμενος δίκταμος δεν είχε το άρωμα του αυτοφυούς και το γεγονός αυτό έριξε την τιμή του στο εμπόριο (Φραγκάκι, 1969). Η Γαλλία ήταν η κύρια χώρα εξαγωγής δικτάμου για φαρμακευτική και μυρεψική χρήση μέχρι το 1936.Ειδικότερα, το 1936 η Γαλλία εισήγαγε δέκα τόνους ξερό δίκταμο στην τιμή των 800 δρχ. ανά κιλό, ποσό τεράστιο. Ακόμη και η κυβέρνηση αναγνώρισε τη σημασία της καλλιέργειας των αυτοφυών αρωματικών φυτών της Ελλάδας τότε. Κατά τη διάρκεια όμως του Β’ παγκοσμίου πολέμου η επέκταση της καλλιέργειας ανακόπηκε και περιορίστηκε σε λίγα χωριά στην Έρμπαρο (Οικονομάκης, 2002).
Ο Καββάδας αναφέρει τρεις ποικιλίες του καλλιεργούμενου δίκταμου (Πίν. 2) από τις οποίες η μεσόφυλλος προτιμούνταν από τους καλλιεργητές ως αποδοτικότερη. Επίσης αναφέρει ότι ευδοκιμεί σε εδάφη αμμοαργιλώδη, πορώδη και «αφθόνως λιπαινόμενα με κόπρον», αρδευόμενα τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα που φυτεύονται επιτόπου και με σπέρματα. Αν και τα φυτά που προκύπτουν από τον δια σποράς πολλαπλασιασμό είναι μακροβιότερα, διότι έχουν βαθύ και ισχυρό ριζικό σύστημα, αποφεύγονται από τους παραγωγούς λόγω της βραδείας ανάπτυξής τους. Η εκμετάλλευση του καλλιεργούμενου δίκταμου πέρα των τεσσάρων ετών περιορίζει την απόδοση της καλλιέργειας και γι’ αυτό επιβάλλεται ανανέωση της φυτείας.
Πίνακας 2: Ποικιλίες καλλιεργούμενου δίκταμου (Καββάδας, 1956)
Πλατύφυλλος | Βλαστοί μακριοί (30-40 εκ.), λίγοι ανά άτομο, φύλλα μεγάλα (30 x 22 χιλ.) |
Μεσόφυλλος | Βλαστοί πολλοί (18-20 εκ.), φύλλα διαστάσεων 20 x 15 χιλ. |
Μικρόφυλλος | Βλαστοί περισσότεροι από τις άλλες ποικιλίες (5-8εκ.), φύλλα 7 x 5 χιλ |
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σήμερα οι αγρότες που καλλιεργούν δίκταμο διακρίνουν διαφορετικές ποικιλίες, όπως το «μαύρο» και τον «άσπρο», αναφερόμενοι αντίστοιχα στα πράσινα (λιγότερο τριχωτά) και στα χνουδωτά φυτά, ή τον πλατύφυλλο και τον στενόφυλλο. Οι τελευταίοι τύποι απαντούν σε διάφορες τοποθεσίες, χωρίς να συσχετίζονται με ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες. Πάντως ο στενόφυλλος είναι περισσότερο αρωματικός και αποδίδει μεγαλύτερη βιομάζα ανά φυτό, αλλά συνήθως απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια για τη συγκομιδή του, καθώς είναι περισσότερο ξυλώδης και κατά την αποθήκευσή του είναι ευεπηρέαστος σε φυτοπαράσιτα (Skoula & Kamenopoulos, 1996).