Η κολοκύθα, το απόλυτο φθινοπωρινό λαχανικό, μοιάζει να φτιάχτηκε για να χαρίζει χρώμα στις μουντές μέρες του φθινοπώρου, προσφέροντας μια αίσθηση χαράς και αφθονίας. Αν και η ελληνική κουζίνα δεν τις εκτιμά ιδιαίτερα και, πέρα από κάποιες τοπικές εκδοχές της κολοκυθόπιτας, δεν γνωρίζει άλλες χρήσεις της, η γειτονική μας ιταλική κουζίνα, που γνώρισε την κολοκύθα την ίδια χρονική περίοδο με εμάς, γρήγορα αναγνώρισε την αξία της. Έτσι οι Ιταλοί, έχουν σκεφτεί ευφάνταστους τρόπους για την αξιοποίηση της, από γεμισμένα ζυμαρικά με την τριμμένη σάρκα της μέχρι και το τηγάνισμα των παναρισμένων κομματιών της.
”η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει υπέργειο μέρος της κολοκύθας που να μην τρώγεται”
Η κολοκύθα ταξίδεψε στην Ευρώπη από τη γενέτειρά της, την Αμερική, και ως ένα εύκολο στην καλλιέργεια και θρεπτικό λαχανικό, διαδόθηκε πολύ γρήγορα. Ήταν το 1560 που η προπορευμένη του γένους της, γιγαντιαία κόκκινη κολοκύθα (Curcubita maxima) καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά σε αρχοντικούς κήπους, ενώ στις αρχές του 17ου αιώνα ήταν που εδραιώθηκαν οι πρώτες αρωματικές (Curcubita moschata).
Σήμερα καλλιεργείται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και μάλιστα σε τεράστια ποικιλία, με την ύπαρξη κολοκύθων ιδανικών για το φούρνο, άλλες που δίνουν καταπληκτικές σούπες, κάποιες που θεωρούνται μόνο διακοσμητικές, ενώ ορισμένες χαρίζουν κάθε χρόνο στους Αμερικάνους αγρότες βραβεία, χάρη στα 600 κιλά και βάλε της ανάπτυξης τους.
Αν και ακούγεται παράξενο, η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει υπέργειο μέρος της κολοκύθας που να μην τρώγεται, με τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς της να νοστιμίζουν σούπες, τα άνθη της που τηγανίζονται βουτηγμένα σε κουρκούτι, τους κολοκυθόσπορους ή αλλιώς πασατέμπο, που κατά κανόνα τρώγονται ψητοί και αλατισμένοι, αλλά και ακαβούρδιστοι και ανάλατοι στις σαλάτες, προσφέροντας τις ευεργετικές τους ιδιότητες στην υγεία μας, ενώ οι Ιταλοί εκτιμούν μέχρι και τη μαριναρισμένη φλούδα της.
Η καλλιέργεια της κολοκύθας.
Πέρα από τα γνωστά μας κολοκυθάκια, στο ίδιο γένος με αυτά ανήκουν και οι χειμωνιάτικες κολοκύθες, που οφείλουν το όνομα τους στην όψιμη σπορά τους και τη συγκομιδή τους που πραγματοποιείται το φθινόπωρο, ενώ σε ζεστές περιοχές έως και τις αρχές του χειμώνα.
Γενικά οι κολοκύθες σπέρνονται υπαίθρια από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο και ανάλογα με την ποικιλία και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, μας δίνουν παραγωγή σε 110-140 ημέρες μετά τη σπορά. Σπέρνονται σε ευθείες γραμμές, πάνω στις οποίες τα σημεία σποράς απέχουν 90 εκ-1,5 μ., ενώ για μεγαλύτερη παραγωγή, μπορούμε να δημιουργήσουμε περισσότερες γραμμές, οι οποίες θα απέχουν μεταξύ τους 2-3 μ. Ανάλογα με την ποικιλία τους, οι κολοκύθες, διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους όσον αφορά το σχήμα, το μέγεθος, το βάρος των καρπών αλλά και τον αριθμό τους ανά φυτό.
Όσων αφορά τη σπορά της, αρχικά οριοθετούμε το χώρο στον οποίο θα καλλιεργήσουμε και για να αποφύγουμε τυχόν προβλήματα από βροχές ή από τη σύσταση του εδάφους μας (π.χ. βαρύ χώμα που δεν στραγγίζει καλά), θα σπείρουμε σα αναχώματα ή αλλιώς σαμάρια.
Έτσι, δημιουργούμε αναχώματα ύψους 30 εκ. και πλάτους 40 εκ., που θα επιτρέπουν την καλή ανάπτυξη των ριζών και, ταυτόχρονα, την πρόληψη από μυκητολογικές προσβολές, λόγω καλύτερης στράγγισης του νερού.
Στη συνέχεια, αφού σχηματίσουμε τα αναχώματα, ισιώνουμε την επιφάνεια με μια τσουγκράνα και σημαδεύουμε τους λάκκους σποράς, τους οποίους και θα ανοίξουμε με μια τσάπα σε διάμετρο περίπου 30εκ. και βάθος 20εκ. Μόλις σχηματίσουμε τους λάκκους, τους γεμίζουμε με το δικό μας μείγμα φύτευσης, που αποτελείται από καλά χωνεμένη κοπριά ή κομπόστ, από ένα λίπασμα τύπου 10-8-12 και από ένα λίπασμα ασβεστίου.
Ανακατεύουμε καλά τα υλικά αυτά και ισιώνουμε ξανά την επιφάνεια του αναχώματος για να διασκορπιστούν καλύτερα τα υλικά του μείγματος.
Έπειτα, σχηματίζουμε ξανά τους λάκκους πάνω στο ανάχωμα, διαγράφοντας κύκλους διαμέτρου 30εκ. και ποτίζουμε με το λάστιχο ρίχνοντας άφθονο νερό και περιμένουμε έως ότου στεγνώσει.
Σπορά
Την παραμονή της σποράς, μουλιάζουμε τους σπόρους της κολοκύθας σε ένα δοχείο με νερό ή διάλυμα φυκιών, για να βοηθήσουμε το φύτρωμα τους.
Όταν οι λάκκοι στεγνώσουν, σκαλίζουμε πολύ ελαφριά με μια τσάπα για να αφρατέψουμε την επιφάνεια του εδάφους.
Βγάζουμε τους σπόρους από το νερό και διαλέγοντας τους πιο υγιείς και μεγάλους, ρίχνουμε περιμετρικά 5 σπόρους σε κάθε λάκκο και σε ίση απόσταση μεταξύ τους. Τοποθετούμε τους σπόρους με τέτοιο τρόπο ώστε η ράχη τους, και όχι η μύτη ή η βάση τους, να ακουμπάει στο έδαφος.
Βυθίζουμε τους σπόρους στα 1-1,5 εκ. και καλύπτουμε τους λάκκους με ένα λεπτό στρώμα από το κομπόστ, ώστε το τελικό βάθος σποράς να είναι 2-3 εκ.
Με το πότισμα ολοκληρώνεται και η διαδικασία σποράς μας.
Μετά τη σπορά.
Μόλις οι σπόροι φυτρώσουν και τα φυτά μας φτάσουν τα 10-15εκ., αραιώνουμε αφήνοντας μόνο 2 από αυτά σε κάθε λάκκο. Το ένα φυτό θα το κατευθύνουμε προς τη δεξιά πλευρά του αναχώματος και το άλλο προς την αριστερή, έτσι ώστε να έχουν αρκετό χώρο να αναπτυχθούν και τα δυο φυτά.
Το πότισμα γίνεται κάθε 3-4 ημέρες ενώ ανά 15-20 ημέρες σκαλίζουμε το χώμα και απομακρύνουμε τα αγριόχορτα.
Ο διαφυλλικός ψεκασμός με ένα λίπασμα εκχυλίσματος φυκιών, θα βοηθήσει τα φυτά να συνεχίσουν την ανάπτυξή τους.
Φυτοπροστασία
Για να προλάβουμε τις προσβολές από μελίγκρες και αλευρώδεις, τοποθετούμε στο έδαφος κίτρινες παγίδες κόλλας.
Για τα σκαθάρια που τρώνε τα φύλλα ψεκάζουμε με φυσικό πύρεθρο.
Για την αντιμετώπιση του ωιδίου διασκορπίζουμε θειάφι σε σκόνη πάνω και γύρω από τα φυτά, αρκεί η θερμοκρασία να μην ξεπερνά τους 30 οC γιατί θα δημιουργήσουμε εγκαύματα.
Για ασθένειες που δημιουργούν κίτρινες ή καστανές κηλίδες στα φύλλα ψεκάζουμε με ένα χαλκούχο σκεύασμα.
Σχετικά προϊόντα: