Κείμενο του Χαράλαμπου Θανόπουλου, Msc Γεωπόνου
Γενικά στοιχεία
Τα καλλιεργούμενα είδη μπάμιας (Hibiscus esculentus L.) αναπτύσσονται στις τροπικές και υποτροπικές, χαμηλού υψομέτρου, περιοχές της Ασίας, Αφρικής και Αμερικής με προέκταση στις εύκρατες περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου.
Είναι μια σημαντική καλλιέργεια στη Βραζιλία, στην κεντρική Ινδία, στη δυτική Αφρική και στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α (Φλόριντα, Τέξας, Αλαμπάμα). Στη δυτική Αφρική καλλιεργείται κυρίως στην Sudano-Sahelian ζώνη. Η μπάμια Guinean (A.manihot spp manihot) απαντάται σε δασώδεις περιοχές της Γουϊνέας, της Λιβερίας, της Ακτής Ελεφαντοστού, της Γκάνας και της Νιγηρίας.
Το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής μπάμιας χρησιμοποιείται για κατανάλωση νωπού προϊόντος, ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιείται μετά από βιομηχανική επεξεργασία. Η μπάμια χρησιμοποιείται σε σούπες και σε μαγειρευτά φαγητά. Η επεξεργασία της μπάμιας περιλαμβάνει κονσερβοποίηση, κατάψυξη και παρασκευή τουρσιού. Οι καρποί που προορίζονται για επεξεργασία πρέπει να έχουν μέγεθος μικρότερο ή ίσο με 10cm καθώς είναι ευκολότεροι η κατεργασία τους και παράγουν προϊόντα περισσότερο ελκυστικά. Οι νεαροί τρυφεροί καρποί καταναλώνονται κυρίως ως νωπό λαχανικό.

Οι πράσινοι καρποί συγκομίζονται στο στάδιο των 3-6 cm, πριν γίνουν ινώδεις και οι σπόροι αναπτυχθούν πλήρως.
Στην Ινδία οι κομμένοι καρποί τηγανίζονται μαζί με αλάτι και διάφορα άλλα καρυκεύματα. Καρποί και σκόνη από αποξηραμένους σπόρους χρησιμοποιούνται σε σούπες και σε ινδικά φαγητά που χαρακτηρίζονται από τις παχυντικές τους ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές οφείλονται στη βλεννώδη σύσταση τους.

Στην Αφρική οι καρποί, αφού πρώτα μαγειρευτούν σε αλατούχο νερό, καταναλώνονται μόνοι τους ή σε σαλάτα και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή διάφορων σαλτσών. Οι καρποί ακόμα διατηρούνται σε άλμη μετά από βράσιμο και ξήρανση (στον ήλιο ή σε φούρνο) τεμαχισμένων καρπών (Αφρική, Ινδία και Τουρκία) ή απολυμαίνονται και καταψύχονται (Η.Π.Α). Οι αλατισμένοι καρποί, που περιέχουν περίπου 20% αλάτι, προστίθενται σε άλλα προϊόντα χωρίς την απομάκρυνση του άλατος.
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η μπάμια είναι φυτό με πλούσιο ριζικό σύστημα και χαρακτηρίζεται από την αντοχή του στην ξηρασία. Σε πλήρη ανάπτυξη αποτελείται από μια κατακόρυφη κύρια ρίζα από την οποία αναπτύσσονται πολλές δευτερογενείς ρίζες στα επάνω 40-50 cm του εδάφους. Επομένως το ριζικό σύστημα είναι πασσαλώδες με ξυλώδη σύσταση. Το βάθος που μπορεί να φθάσει η κύρια ρίζα της μπάμιας καθορίζεται κυρίως από τις εδαφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Τα φύλλα της μπάμιας είναι μεγάλα, παλαμοειδή, έλλοβα ή παλαμοσχιδή με 3-5 λοβούς και με περισσότερο ή λιγότερο βαθιές εγκολπώσεις. Ο βαθμός εγκοπής του φύλλου αυξάνεται με την ηλικία του φυτού. Τα φύλλα εκφύονται στις μασχάλες των φύλλων κατά εναλλαγή, υπό γωνία και πολλές φορές φέρουν στη βάση τους ένα ζεύγος στενών φυλλαρίων. Τα άνθη της μπάμιας είναι κίτρινα, μονήρη, μεγάλα και σχηματίζονται διαδοχικά στις μασχάλες των φύλλων πάνω σε ποδίσκο μήκους 2-2.5 cm. Είναι ερμαφρόδιτα, απλά και τέλεια και η διάμετρος τους ποικίλει από 3.5 μέχρι 5.5 cm. Οι στήμονες είναι πολυάριθμοι και συμφυείς με τα νήματά τους σε κύλινδρο, που περιβάλλουν τους 5 στύλους. Είναι βραχύτεροι από τους στύλους και οι ανθήρες παράγουν μεγάλους σφαιρικούς κολλώδεις γυρεόκοκκους.

Ο καρπός της μπάμιας είναι κάψα επιμήκης, γωνιώδης, πυραμιδοειδής και στο ένα άκρο λεπταίνει και σχηματίζει ράμφος. Είναι πεντάχωρος και πενταγωνικός, καλυπτόμενος συνήθως από λεπτές τρίχες και κατά την ωρίμανση περιέχει πολυάριθμους ευμεγέθεις πράσινους σπόρους. Ο χρωματισμός του είναι από κιτρινοπράσινο έως πράσινο. Έχουν αναφερθεί ακόμα καρποί πορφυρού ή λευκού χρώματος και κυλινδρικού σχήματος. Ο σπόρος της μπάμιας έχει σχήμα σφαιρικό, λεία επιφάνεια με αυλακώσεις και το χρώμα του είναι από σκούρο πράσινο έως σκούρο καστανό. Έχει διάμετρο περίπου 5mm και θεωρείται ώριμος στο στάδιο των 30-35 ημερών από την άνθηση, ανάλογα με την ποικιλία και την εποχή σποράς. Ο κάθε καρπός μπορεί να έχει 30-90 σπέρματα. Το μέγεθος των σπόρων ποικίλει αρκετά, έτσι δείγμα 1000 σπόρων μπορεί να ζυγίζει από 30 έως 80 g.

Κλιματικές συνθήκες
Η μπάμια είναι φυτό ευαίσθητο στις χαμηλές θερμοκρασίες και απαιτεί τόσο για τη βλάστηση των σπόρων, όσο και για την ανάπτυξή της, θερμό περιβάλλον. Αναπτύσσεται καλά τόσο σε ζεστές και ξηρές περιοχές όσο και σε ζεστές, τροπικές περιοχές με αρκετή υγρασία. Περιοχές με χαμηλή θερμοκρασία είναι μη επιθυμητές για ανάπτυξη και παραγωγή της καλλιέργειας.
Η ανάπτυξη του φυτού επηρεάζεται και από το μήκος της ημέρας. Μικρό μήκος της ημέρας προκαλεί την πρώιμη ανθοφορία και μειώνει το μέγεθος των καρπών. Υπάρχουν και ποικιλίες που είναι ουδέτερες στην ανταπόκριση της φωτοπεριόδου. Αγροί με έκθεση μεσημβρινή δίνουν πρωιμότερη παραγωγή, εφόσον μάλιστα το έδαφος αυτών περιέχει μεγάλη ποσότητα άμμου.

Η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας κατά προτίμηση πρέπει να είναι χαμηλή (70-75 %). όταν η μπάμια καλλιεργείται σε περίοδο με πολλές βροχοπτώσεις, η ποιότητα της παραγωγής είναι υποβαθμισμένη (ιδίως η παραγωγή του σπόρου, όπου ο καρπός ωριμάζει πάνω στο φυτό), γιατί το φυτό προσβάλλεται από σοβαρές ασθένειες του φυλλώματος.
Εδαφικές συνθήκες
Η μπάμια δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε έδαφος. Μπορεί να αναπτυχθεί σε ποικιλία εδαφών, από ελαφρά αμμώδη μέχρι τα αργιλώδη, αρκεί αυτά να είναι πλούσια σε οργανική ουσία και καλά αποστραγγιζόμενα. Κατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα αμμώδη ή αμμοπηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα, βαθιά, γόνιμα, που θερμαίνονται εύκολα. Η αντίδραση του εδάφους θεωρείται ικανοποιητική όταν είναι ελαφρώς όξινη – ουδέτερη (pH=6,5-7).

Η θερμοκρασία του εδάφους θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλή, ώστε ο σπόρος της μπάμιας να βλαστάνει εύκολα, όταν η σπορά γίνεται απευθείας στο έδαφος. Για πρώιμη παραγωγή προτιμούνται τα αμμώδη εδάφη. Μπορεί να καλλιεργηθεί είτε ως ποτιστική είτε ως ξηρική. Υπό ξηρικές συνθήκες δίνει μειωμένες αποδόσεις, οι καρποί είναι μικρότερου μεγέθους και περισσότερο εύγευστοι από εκείνους των ποτιστικών καλλιεργειών. Όταν το έδαφος της ξηρικής καλλιέργειας είναι αργιλώδες, τότε πρέπει να οργώνεται καλά το φθινόπωρο, για να συγκρατείται το νερό της βροχής το χειμώνα και να χρησιμοποιείται από το φυτό τους υπόλοιπους μήνες. Τα εδάφη των ποτιστικών καλλιεργειών μπορεί να είναι οποιασδήποτε σύστασης, αλλά όχι αλατούχα και πολύ βαριά (υγρά).
Πολλαπλασιασμός
Η μπάμια πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Για κάθε στρέμμα απαιτούνται 2,5-3 kg σπόρου που χρειάζονται 4-6 ημέρες για να βλαστήσουν κάτω από άριστες συνθήκες. Σε μερικές ποικιλίες η βλάστηση του σπόρου εμποδίζεται από το σκληρό περίβλημα.

Για να βοηθήσουμε την βλάστηση και την ανάδυση των φυταρίων προτείνεται η εμβάπτιση των σπόρων σε νερό για 24 ώρες και στη συνέχεια η σπορά σε ζεστό έδαφος. Εναλλακτικά προτίνεται η τοποθέτησή των σπόρων σε χλιαρό νερό, θερμοκρασίας 30 oC ή σε χλιαρή κοπριά για 24 ώρες. Η σπορά μπορεί να γίνει είτε απευθείας στο χωράφι είτε στο σπορείο και στη συνέχεια μεταφύτευση στη τελική θέση.
Προετοιμασία εδάφους μπάμιας
Η επιφάνεια του εδάφους πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ισοπεδωμένη και το έδαφος ψιλοχωματισμένο. Ένα δεύτερο όργωμα πριν τη σπορά είναι απαραίτητο. Σε περίπτωση που το έδαφος μας είναι επικλινές, είναι καλό να γίνονται παρτέρια, όπου υπάρχει η δυνατότητα, για την ομοιόμορφη εκμετάλλευση της υγρασίας από τα φυτά.
Σπορά – Φύτευση μπάμιας
Η σπορά μπορεί να γίνει είτε απευθείας στο χωράφι είτε στο σπορείο και στη συνέχεια μεταφύτευση στη τελική θέση. Στην περίπτωση της απευθείας σπορά στο χωράφι, θα πρέπει να αποφεύγεται η προσβλάστηση του σπόρου καθώς ο υγρός σπόρος θα κολλάει στα τοιχώματα της σπαρτικής μηχανής. Συνήθως η απευθείας σπορά γίνεται τους μήνες Απρίλιο – Μάιο, δηλαδή την εποχή που το έδαφος έχει ζεσταθεί και η εδαφική θερμοκρασία ανέρχεται πάνω από τη βασική θερμοκρασία των 15 oC. Την άνοιξη γίνεται η προετοιμασία του εδάφους, κάνοντας μια βαθιά άροση και 1-2 φρεζαρίσματα και ενσωμάτωση της οργανικής ουσίας.
Η σπορά γίνεται σε γραμμές και σε κάθε θέση τοποθετούνται 2-3 σπόροι. Η συνιστώμενη απόσταση μεταξύ των γραμμών είναι 45–50 cm και επί της γραμμής 20-25cm. Στα ξηρικά χωράφια χρησιμοποιούνται μικρότερες αποστάσεις μεταξύ των θέσεων επί της γραμμής, συνήθως 10-15 cm. Στην πράξη οι αποστάσεις φύτευσης μπορεί να διαφέρουν καθώς και το σύστημα φύτευσης (απλές ή διπλές γραμμές). Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε πυκνότητα, εφόσον εξασφαλίζεται μια καλή σοδιά και μπορεί να γίνει άνετα ο έλεγχος των φυτών.
Σε μεγάλες μονάδες σποροπαραγωγής μπάμιας η σπορά γίνεται με 0.8 kg/στρέμμα σε σειρές που απέχουν 45 cm. Οι σπόροι καλύπτονται σε βάθος 2-4 cm. Όταν οι σπόροι βλαστήσουν και τα φυτά αποκτήσουν ύψος 5-10 cm αραιώνονται έτσι ώστε να μείνουν 1-2 φυτά ανά 25-30 cm.
Πολλές φορές κρίνεται σκόπιμο το ελαφρό σκάλισμα για να διευκολυνθεί η έξοδος των φυτών στην επιφάνεια, ιδιαίτερα όταν έχει σχηματιστεί κρούστα στο έδαφος από τις βροχές. Οι αποστάσεις εξαρτώνται από την εποχή, όπως σε βροχερές εποχές η καλλιέργεια απαιτεί μεγαλύτερες αποστάσεις για άριστη ανάπτυξη και παραγωγικότητα.
Οι υψηλές ποικιλίες πρέπει να σπέρνονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ ότι οι ημινάνες και οι νάνες. Η απόσταση ανάμεσα στα φυτά πρέπει να είναι 20–25 cm και ανάμεσα στις γραμμές 45–50cm. Στις ξερικές καλλιέργειες οι αποστάσεις είναι συνήθως μικρότερες ανάμεσα στα φυτά (10–15cm).
Η μεταφύτευση είναι μια καλλιεργητική φροντίδα που παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα και μπορεί να εφαρμοστεί στην καλλιέργεια της μπάμιας. Ιδιαίτερα για να πετύχουμε την πρώιμη φύτευση, ώστε να επιτευχθούν υψηλές τιμές πωλήσεως του προϊόντος. Η σπορά γίνεται σε κιβώτια σποράς και στη συνέχεια τα νεαρά φυτάρια μεταφυτεύονται σε ατομικά γλαστράκια στο στάδιο των κοτυληδόνων, μόλις εμφανιστεί το πρώτο πραγματικό φύλλο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να απομακρυνθούν πιο γρήγορα τα ακατάλληλα φυτά. Επιπλέον το ποσοστό βλάστησης στο σπορείο είναι μεγαλύτερο λόγω των ελεγχόμενων συνθηκών ανάπτυξης και ιδιαίτερα της θερμοκρασίας και της χρησιμοποίησης καταλληλότερων εδαφικών μειγμάτων, όπως εμπλουτισμένη τύρφη και περλίτης. Για φυτά όπως η μπάμια, τα οποία παρουσιάζουν δυσκολία στη βλάστηση των σπόρων, με τη μέθοδο της μεταφύτευσης επιτυγχάνεται υψηλότερο ποσοστό βλάστησης στο σπορείο, ταχύτερη βλάστηση των σπόρων, ομοιομορφία ανάπτυξης των φυτών εξαιτίας των ευνοϊκότερων συνθηκών που επικρατούν στο σπορείο. Με τη μεταφύτευση παρέχεται προστασία στα φυτά από το ψύχος στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους στο σπορείο, με σκοπό την πρωίμηση της παραγωγής σε χρόνο που οι συνθήκες της περιοχής δεν επιτρέπουν την απευθείας σπορά, κυρίως λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας του εδάφους.
Εάν προτιμηθεί η απευθείας σπορά στο χωράφι, τότε η σπορά γίνεται τους μήνες Απρίλιο – Μάιο. Εάν πάλι επιλεγεί σπορείο και στη συνέχεια μεταφύτευση, τότε η σπορά γίνεται αρχές της άνοιξης και η μεταφύτευση στο χωράφι συνήθως 4-6 εβδομάδες αργότερα, όταν τα φυτά έχουν 3-4 πραγματικά φύλλα και ύψος 30-40cm. Ο χρόνος της μεταφύτευσης επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως οι συνθήκες που επικρατούν στον αγρό και το μέγεθος της γλάστρας. Όταν η μεταφύτευση καθυστερεί και το νεαρό φυτό έχει αναπτυχθεί αρκετά, καλό είναι να γίνεται λίπανση.
Άρδευση μπάμιας
Η μπάμια θεωρείται ανθεκτική στην ξηρασία λόγω του πλούσιου ριζικού συστήματος. Όταν καλλιεργείται ως ποτιστική θα πρέπει να εφαρμόζονται 1-2 ποτίσματα κάθε 15 ημέρες. Μερικές από τις παλαιότερες υψηλής ανάπτυξης ποικιλίες είναι περισσότερο ανθεκτικές στην ξηρασία απ’ ότι κάποιες από τις νεότερες νάνες ποικιλίες. Γενικά, όπως και στην περίπτωση άλλων καλλιεργειών, η επίδραση της καταπόνησης του φυτού από την έλλειψη υγρασίας εξαρτάται από το φαινολογικό του στάδιο.
Τα στάδια άνθησης και γεμίσματος του λοβού είναι κριτικά και η καταπόνηση του νερού κατά αυτόν το χρόνο μπορεί να μειώσει την παραγωγή σε περισσότερο από 70%. Όταν το φυτό της μπάμιας αρχίζει να υποφέρει από έλλειψη υγρασίας αποβάλλει σταδιακά τα φύλλα του. Εάν η ξηρασία συνεχιστεί θα αποβάλλει τους λοβούς και όλα τα φύλλα και τελικά θα ξεραθεί. Σε μερική ξηρασία λαμβάνονται σημαντικά χαμηλότερες αποδόσεις από ότι γενικά αναμένεται.
Η αρδευτική περίοδος, η ποσότητα νερού και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δύο αρδεύσεων εξαρτώνται κυρίως από το κλίμα (θερμοκρασία και βροχόπτωση), το έδαφος (μηχανική σύσταση και περιεκτικότητα σε οργανική ουσία), την ποικιλία και τη λίπανση , καθώς απαιτείται νερό για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των λιπασμάτων. Οι τρόποι άρδευσης που χρησιμοποιούνται είναι με αυλάκια, με καταιονισμό ή με στάγδην άρδευση. Η τελευταία έχει χρησιμοποιηθεί με απόλυτη επιτυχία στη μπάμια και είναι ένας ιδανικός τρόπος για ταυτόχρονη εφαρμογή νερού και λίπανσης, ενώ μειώνει και τον κίνδυνο των ασθενειών.
Λίπανση μπάμιας
Η βασική λίπανση ενσωματώνεται με άροση, το φθινόπωρο ή στις αρχές της άνοιξης. Το φθινόπωρο εφαρμόζεται βαθιά άροση, σε βάθος 30-60 cm και ταυτόχρονα προστίθεται κοπριά και φωσφορούχα λιπάσματα. Την άνοιξη και πριν από τη σπορά ακολουθεί μια δεύτερη άροση με την οποία προστίθενται τα καλιούχα, τα αζωτούχα λιπάσματα και τα φωσφορούχα στην περίπτωση που δεν εφαρμόστηκαν το φθινόπωρο.

Μια άλλη τεχνική συνιστά την εφαρμογή ολόκληρης της λίπανσης και καλά χωνεμένης κοπριάς κατευθείαν με την ανοιξιάτικη άροση. Αν πάλι η διαθέσιμη κοπριά είναι περιορισμένη, τότε εφαρμόζεται την άνοιξη τοπικά οργανική και χημική λίπανση κατά μήκος των γραμμών φύτευσης. Σε ξηρική καλλιέργεια είναι προτιμότερο η κοπριά να ενσωματώνεται το φθινόπωρο. Η ποσότητα και το είδος του λιπάσματος που θα χρησιμοποιηθεί για τη λίπανση της μπάμιας θα εξαρτηθεί από τη γονιμότητα και το pH του εδάφους του χωραφιού. Είναι σκόπιμο να γίνει ανάλυση του εδάφους και αναλόγως να προστεθούν τα λιπαντικά στοιχεία με γνώμονα το προβλεπόμενο ύψος παραγωγής.
Καταπολέμηση ζιζανίων μπάμιας
Η καταστροφή των ζιζανίων γίνεται με σκαλίσματα. Η εδαφοκάλυψη είναι και αυτός ένας τρόπος αντιμετώπισης των ζιζανίων, αλλά είναι ιδιαίτερα ακριβή μέθοδος και επιπλέον δεν εξασφαλίζεται καλός αερισμός στο εσωτερικό του εδάφους. Αντίθετα με τα σκαλίσματα βελτιώνεται ο αερισμός και η υφή του εδάφους. Τα σκαλίσματα για την αντιμετώπιση των ζιζανίων θα πρέπει να είναι ελαφρά και να γίνονται με προσοχή για να μην τραυματίζονται οι ρίζες.

Συγκομιδή μπάμιας
Οι καρποί της μπάμιας των ελληνικών ποικιλιών συγκομίζονται όταν ακόμη είναι μικροί, 3-5 ημέρες συνήθως μετά τη γονιμοποίηση του άνθους και την πτώση της στεφάνης και όταν έχουν μήκος 4-6 cm.
Οι μεγαλύτεροι καρποί χάνουν την εμπορική τους αξία, καθώς όσο αυξάνει το μήκος και η ηλικία τους, τόσο αυξάνει το ποσοστό των άπεπτων ινωδών ουσιών, υποβαθμίζοντας έτσι την ποιότητά τους. Επιπλέον, ο καρπός ηλικίας 3-5 ημερών έχει τη μεγαλύτερη θρεπτική αξία και κυρίως τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες.
Τα κυριότερα κριτήρια ποιότητας της μπάμιας είναι το μικρό κοτσάνι και το μέγεθος αυτής.
Η συγκομιδή αρχίζει όταν ο πρώτος λοβός αποκτήσει το κατάλληλο μέγεθος και συνεχίζεται για όσο χρόνο το απαιτεί η αγορά και επομένως είναι δυνατή η εμπορία της. Η συλλογή καρπών όταν είναι ηλικίας 3-4 ημερών, έχει ως επακόλουθο τη συνέχιση της καρποφορίας για ολόκληρη την καλλιεργητική περίοδο, ενώ εάν οι καρποί αφήνονται να ωριμάσουν, τα φυτά θα σταματήσουν να καρποφορούν. Καθυστέρηση της συγκομιδής των καρπών οδηγεί στη χειροτέρευση της ποιότητάς τους.

Γενικά η βιομηχανική μπάμια συγκομίζεται σε τρία μεγέθη:
α) όταν έχει μήκος 3-6 cm
β) 7-9 cm
γ) 9-12 cm
Οι αμερικάνικες ποικιλίες είναι μεγαλόκαρπες σε σύγκριση με τις ελληνικές. Οι καρποί που προορίζονται για νωπή κατανάλωση φθάνουν στο εμπορικά αποδεκτό μέγεθος των 8-10cm μήκος, 4-6 ημέρες μετά από την άνθηση. Έχει βρεθεί ότι η ποιότητα των καρπών της μπάμιας είναι σχετικά υψηλή στο στάδιο των 4 ημερών από την άνθηση, αυξάνεται έως το στάδιο των 6 ημερών και κατόπιν φθίνει έως το στάδιο των 10-12 ημερών, μετά από το οποίο οι καρποί γίνονται ακατάλληλοι για βρώση. Στη χώρα μας οι αποδόσεις κυμαίνονται από 500-700 kg το στρέμμα στις ξηρικές καλλιέργειες και από 7000-1000 kg το στρέμμα στις ποτιστικές. Όταν οι καρποί αφήνονται να ωριμάσουν, για σποροπαραγωγή, το φυτό δίνει 25-30 καρπούς. Όταν όμως συγκομίζονται ενώ είναι ακόμη μικροί και τρυφεροί, για βρώση, ένα φυτό μπορεί να δώσει δύο και τρεις φορές περισσότερους καρπούς.

Ασθένειες μπάμιας
Οι αδρομυκώσεις οφείλονται στο φουζάριο (Fuzarium oxysporum f.sp.capsici) και στο βερτισίλλιο (Verticillium dahliae). Πρόκειται για παθογόνα που ζουν στο έδαφος και προκαλούν σοβαρές ζημιές στα προσβεβλημένα φυτά. Το φυτό εμφανίζεται χλωρωτικό και καχεκτικό. Τα φύλλα συστρέφονται προς το εσωτερικό τους. Ο μύκητας υπάρχει στο έδαφος και η προσβολή αναπτύσσεται σε συνθήκες υπερβολικής υγρασίας στο έδαφος. Η ανάπτυξη του μύκητα ευνοείται σε θερμοκρασία 21oC, δηλαδή το παθογόνο αναπτύσσεται από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο, όταν στο έδαφος υπάρχει αρκετή υγρασία. Η ασθένεια αναπτύσσεται σε συνθήκες υψηλής υγρασίας του εδάφους και γι’ αυτό κύριο μέτρο πρόληψης αποτελεί η αποφυγή υπερβολικής υγρασίας στο έδαφος μέσω της βελτίωσης της στράγγισης του εδάφους. Η εφαρμογή 3-4ετούς αμειψισποράς, η απομάκρυνση των προσβεβλημένων φυτών και η καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας μειώνουν αρκετά την πιθανότητα εμφάνισης της ασθένειας. Η ηλιοαπολύμανση τους καλοκαιρινούς μήνες, την επόμενη χρονιά από την καλλιέργεια με μπάμια μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του πληθυσμού των παθογόνων.
Ωΐδιο. Η ασθένεια αυτή είναι η πιο συχνή στη μπάμιας στη χώρα μας. Οφείλεται στον μύκητα Erysiphe polygoni. Το παθογόνο προσβάλλει κυρίως τα ώριμα φύλλα και αναπτύσσεται περισσότερο σε ξηρές περιοχές. Πάνω στα φύλλα σχηματίζονται συνήθως κυκλικές κηλίδες και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, μπορεί να σχηματιστεί υπόλευκη εξάνθηση στην επάνω επιφάνεια των φύλλων ακριβώς πάνω από τις κηλίδες. Τα κονίδια του μύκητα μεταφέρονται με τον αέρα και αποτελούν τα αρχικά μολύσματα των φυτών. Ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι θερμοκρασία 25oC και χαμηλή σχετική υγρασία (μέχρι 75%). Για την αντιμετώπιση των ασθενειών απομακρύνουμε τα προσβεβλημένα φύλλα και τυχόν υπολείμματα της καλλιέργειας. Σε έντονες προσβολές ψεκάζουμε με θειούχα σκεύασματα, όπου δίνει πολύ καλά αποτελέσματα.
Σεπτόρια. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Septoria petroselini. Αρχικά αναπτύσσονται πάνω στα φύλλα χλωρωτικές κηλίδες και στη συνέχεια γίνονται καστανές και νεκρώνονται οι προσβεβλημένοι ιστοί. Οι κηλίδες ενώνονται και η προσβολή καλύπτει μεγάλο τμήμα του ελάσματος. Στο κέντρο των νεκρωτικών κηλίδων σχηματίζονται μαύρα στίγματα, τα πυκνίδια (σπόρια του μύκητα). Οι προσβολές επεκτείνονται και στους μίσχους. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζουμε 2ετή αμειψισπορά με φυτά που δεν ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Χρησιμοποιούμε υγιή σπόρο ή εφαρμόζουμε απολύμανση με εμβάπτιση των σπόρων σε νερό θερμοκρασίας 50oC για 25λεπτά. Σε περίπτωση προσβολής αφαιρούμε τα προσβεβλημένα φύλλα, καταστρέφουμε τα υπολείμματα της καλλιέργειας και ψεκάζουμε με χαλκούχα σκευάσματα κατάλληλα για τη βιολογική καλλιέργεια.
Εχθροί της Μπάμιας
Έντομα εδάφους. Τα έντομα που βρίσκονται στο έδαφος και προκαλούν τεράστιες ζημιές στην καλλιέργεια της μπάμιας είναι η μηλολάνθη (Melolontha melolontha), οι αγροτίδες (Agriotis spp) και ο κρεμμυδοφάγος (Gryllotalpa gryllotalpa). Τα 3 αυτά έντομα εδάφους μπορεί να προσβάλλουν τα φυτά μπάμιας κυρίως όταν η καλλιέργεια γίνεται σε ελαφρά εδάφη και πλούσια σε οργανική ουσία και υγρασία. Η μηλολάνθη προσβάλλει τη ρίζα και τα φύλλα, γίνεται ορατό την άνοιξη και εναποθέτει τα αυγά του σε ομάδες κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Το βράδυ συγκεντρώνονται μαζικά στα φύλλα. Οι αγροτίδες τρέφονται με το στέλεχος και τα φύλλα των νεαρών φυταρίων.

Ο κρεμμυδοφάγος τρέφεται με όλα τα υπόγεια τμήματα του φυτού, είτε είναι βλαστάνοντες σπόροι, είτε ριζικό σύστημα. Το χαρακτηριστικό είναι ότι τα φυτά κόβονται στην περιοχή του λαιμού. Γενικά τα προσβεβλημένα φυτά αποσπώνται από το έδαφος, αρκετά εύκολα. Ως προληπτικά μέτρα, αναφέρονται η κατεργασία του έδαφους κατά τη χειμερινή περίοδο, όπου παραμένει κενό το χωράφι από καλλιέργεια, για καταστροφή των διαχειμάζουσων μορφών του εντόμου. Με το βαθύ όργωμα οι διαχειμάζουσες μορφές, που βρίσκονται σε βαθύτερα στρώματα μέσα στο έδαφος, έρχονται στην επιφάνεια του εδάφους και εκτίθενται σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και στους θηρευτές τους. Ένας άλλος τρόπος είναι τσίγκινα κουτάκια αναψυκτικού με νερό μέχρι τη μέση, ελάχιστα εκατοστά (cm) κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και τα τοποθετούμε σε άκρες και γωνίες. Επιπλέον το πετρέλαιο και η ναφθαλίνη δίνουν αποτελέσματα ικανοποιητικά, διότι δεν αντέχουν τη μυρωδιά τους και τα 3 έντομα εδάφους.
Νηματώδεις. Οι νηματώδεις (Heterodera sp) είναι μικροσκοπικοί σκώληκες με μήκος 0,15cm, που βρίσκονται στο έδαφος και στη συνεχεία εισέρχονται μέσα στις ρίζες. Τα θηλυκά άτομα δημιουργούν όγκους πάνω στις ρίζες μέσα στους οποίους σχηματίζουν τις ωοτοκίες τους. Ο βιολογικός κύκλος τους κρατάει 15-21 ημέρες ανάλογα με τις συνθήκες. Ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης είναι θερμοκρασία εδάφους 25-28oC και υψηλή εδαφική υγρασία. Τα ελαφρά εδάφη διευκολύνουν τη μετακίνηση των νηματώδων και τη μετάδοση της προσβολής των φυτών είναι ο μαρασμός τους λόγω μη κανονικής δραστηριότητας των ριζών. Για την αντιμετώπιση του εχθρού κάνουμε όργωμα και καλό λιάσιμο του εδάφους για να εκτεθούν οι νηματώδεις σε δυσμενείς συνθήκες (καλοκαίρι). Αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους με προσθήκη κομπόστας, που αυξάνει το αριθμό των ωφέλιμων νηματωδών και μυκήτων (αρπακτικών των βλαβερών νηματωδών). Απολύμανση των εργαλείων και εφαρμογή αμειψισποράς δίνουν καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των νηματωδών.
Αφίδες. Οι αφίδες προσβάλλουν έντονα το φυτό της μπάμιας. Τα είδη αφίδων που την προσβάλλουν κυρίως είναι η πράσινη αφίδα της ροδακινιάς (Myzus persicae). Οι προσβολές ξεκινούν από το Μάϊο με τα πτερωτά άτομα του εντόμου. Τα έντομα αναπτύσσουν πολύ γρήγορα μεγάλους πληθυσμούς στην κάτω επιφάνεια κυρίως των φύλλων, όπου μυζούν τους χυμούς και προκαλούν συστροφή των φύλλων. Στη συνέχεια τα φύλλα ξηραίνονται. Η έμμεση ζημιά που προκαλούν οι αφίδες είναι η μετάδοση κάποιων ιώσεων και η ανάπτυξη της καπνιάς πάνω στα μελιτώδη εκκρίματα που εκκρίνουν τα έντομα στα φύλλα. Το κύριο πρόβλημα που δημιουργεί η καπνιά στα φύλλα είναι η μείωση της φωτοσυνθετικής τους δραστηριότητας. Για την αντιμετώπιση των αφίδων, φροντίζουμε για την καλή ανάπτυξη των φυτών (άρδευση και λίπανση). Προσοχή όμως η υπερβολική αζωτούχα λίπανση έχει σαν αποτέλεσμα την έντονη ανάπτυξη της βλάστησης και κατά συνέπεια μεγαλύτερη πιθανότητα προσβολής. Απομάκρυνση των προσβεβλημένων φύλλων και λιώσιμο οποιεσδήποτε αφίδες βρούμε. Εφαρμογή αμειψισποράς και σε μεγάλη προσβολή ψεκασμός με κατάλληλα σκευάσματα (σαπούνια) για τη βιολογική γεωργία. Για το βιολογικό έλεγχο των αφιδών χρησιμοποιούμε την πασχαλίτσα και την παρασιτική σφήκα Diaeretiella rapae.
Τετράνυχος. Ο τετράνυχος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εχθρούς της μπάμιας. Οφείλεται στον Tetranychus urticae. Σαν σύμπτωμα είναι ότι τα φύλλα κιτρινίζουν και τελικά ξηραίνονται. Πάνω τους διακρίνονται πολύ μικρές κίτρινες ή κόκκινες κηλίδες. Καταναλώνει τη χλωροφύλλη των φύλλων με άμεσα αποτελέσματα στη φωτοσύνθεση. Οι πληθυσμοί τους αυξάνονται κατά πολύ όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία. Διαχειμάζει στο έδαφος.
Σε περίπτωση προσβολής καταβρέχουμε τα φυτά με πίεση για κάποιες μέρες για να μειώσουμε τον πληθυσμό τους. Ο ψεκασμός των φυτών με εντομοκτόνο σαπούνι για 3 φορές ανά εβδομαδιαία διαστήματα βοηθούν στην καταπολέμηση των ακαρέων. Μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν άλλοι ωφέλιμοι τετράνυχοι (Phytoseiulus persimilis) ή άλλα ωφέλιμα έντομα όπως οι πράσινοι χρύσωπες (Chrysopa carnea) και οι πασχαλίτσες. Η συγκαλλιέργεια με άνηθο μειώνει τη πιθανότητα προσβολής από τετράνυχο.